Συνήθως οι γιατροί ξεκινούν την αντιϋπερτασική θεραπεία με ένα φάρμακο και στη συνέχεια εξετάζουν προσθήκες ή αλλαγές. Ωστόσο αυτή η στρατηγική συχνά αποδεικνύεται ανεπιτυχής στην πράξη, γι’ αυτό και τα ποσοστά ελέγχου της αρτηριακής πίεσης έχουν παραμείνει πεισματικά χαμηλά εδώ και δεκαετίες.
«Σε περιβάλλοντα με υψηλά επίπεδα εξειδικευμένης φροντίδας και πλήρη πρόσβαση σε μια ποικιλία υπαρχόντων φαρμάκων για την αρτηριακή πίεση -όπως τα κέντρα που περιλήφθηκαν σε αυτή τη δοκιμή- η βελτιωμένη μείωση της αρτηριακής πίεσης με αυτή τη στρατηγική εκτιμάται πως θα μειώνει τον κίνδυνο εμφραγμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων κατά σχεδόν 20%. Σε περιβάλλοντα με μικρή ή μη υπάρχουσα θεραπεία της υπέρτασης, τα οφέλη θα μπορούσαν να είναι πολύ μεγαλύτερα», αναφέρει η Δρ. Emily Atkins από το George Institute for Global Health του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ (UNSW).
Σχετικά με τη δοκιμή
Η πολυκεντρική, αυστραλιανή κλινική δοκιμή του ενδεχόμενου μελλοντικού «πολυφαρμάκου» με σταθερές δόσεις από τέσσερις δραστικές ουσίες έδειξε ότι είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από την παραδοσιακή προσέγγιση. Στη μελέτη περιλαμβάνονταν 591 συμμετέχοντες με υπέρταση, κάποιοι εκ των οποίων δεν λάμβαναν καμία θεραπεία και άλλοι λάμβαναν μεμονωμένη θεραπεία σε 10 ιατρικά κέντρα της Αυστραλίας. Το βασικό αποτέλεσμα ήταν η σημαντικά μειωμένη αρτηριακή πίεση εντός 12 εβδομάδων για την ομάδα που ξεκίνησε θεραπεία με το πολυφάρμακο.
Οι διαφορές, μάλιστα, διατηρήθηκαν, με τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης να παραμένει καλύτερος στην προσέγγιση του πολυφαρμάκου συγκριτικά με την παραδοσιακή προσέγγιση σε 12 μήνες και χωρίς καμία παρενέργεια.
«Η δοκιμή μας έδειξε με σαφήνεια την αποτελεσματικότητα, την ανεκτικότητα και την ασφάλεια της στρατηγικής συνδυασμού εξαιρετικά χαμηλών δόσεων -μια ενδεχομένως απλή και κλιμακούμενη στρατηγική διαχείρισης της υπέρτασης. Είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι τα οφέλη διατηρούνται μακροπρόθεσμα χωρίς καμία μείωσης της αποτελεσματικότητας. Ακόμα και όταν προστέθηκαν πολλά περισσότερα αντιϋπερτασικά φάρμακα στην αγωγή της ομάδας σύγκρισης κατά την παρακολούθηση, δεν πέτυχαν ποτέ τα αποτελέσματα της ομάδας του πολυφαρμάκου», σημειώνει ο επικεφαλής συγγραφέας και καθηγητής στο UNSW, Δρ. Anthony Rodgers και καταλήγει: