Πιο αναλυτικά, το γλαύκωμα προκύπτει συχνά όταν υπάρχει αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (ΙΟΡ) λόγω της κακής αποχείρισης υγρών μέσα στον οφθαλμό. Αυτή η αύξηση της πίεσης βλάπτει το οπτικό νεύρο, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά των οπτικών πληροφοριών από τον αμφιβληστροειδή στον εγκέφαλο. Στην περίπτωση του γλαυκώματος τελικού σταδίου, η βλάβη έχει προχωρήσει σε σημείο που οι ασθενείς τείνουν να παρουσιάζουν σοβαρές μειώσεις στην οπτική πεδιάδα τους.
Συμπτώματα του γλαυκώματος τελικού σταδίου περιλαμβάνουν την περιφερική απώλεια όρασης, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε κεντρική απώλεια, καθώς και τη δυσκολία στην αντίληψη των λεπτομερειών. Σε προχωρημένες περιπτώσεις, οι ασθενείς μπορεί να παρατηρήσουν σκοτεινές κηλίδες στο οπτικό τους πεδίο ή ακόμα και να βιώσουν τύφλωση σε μία ή και τις δύο πλευρές.
Η διάγνωση του γλαυκώματος τελικού σταδίου γίνεται μέσω μιας σειράς οφθαλμολογικών εξετάσεων, όπως η καταγραφή της ενδοφθάλμιας πίεσης, η εκτίμηση του οπτικού νεύρου και η μέτρηση του οπτικού πεδίου. Για τους ασθενείς που έχουν φτάσει σε αυτό το στάδιο, η θεραπεία επικεντρώνεται συνήθως στη σταθεροποίηση της κατάστασης για να αποφευχθεί περαιτέρω απώλεια όρασης. Οι μέθοδοι θεραπείας μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση φαρμάκων, χειρουργικές επεμβάσεις όπως η λέιζερ ή άλλες χειρουργικές διαδικασίες.
Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή παρακολούθηση είναι κρίσιμες για την πρόληψη της εξέλιξης του γλαυκώματος σε προχωρημένα στάδια. Οι ασθενείς που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο (όπως οι ηλικιωμένοι ή όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος) θα πρέπει να κάνουν τακτικούς οφθαλμολογικούς ελέγχους, προκειμένου να διασφαλίσουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα της όρασής τους.