Πολλά συμπτώματα, από την ύπαρξη των οποίων αναγνωρίζεται από τον γενικό πληθυσμό η πάθηση που ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, δεν περιλαμβάνονται στα διαγνωστικά κριτήρια ή τα εργαλεία αξιολόγησης. Έτσι, η επικοινωνία μεταξύ ασθενών και ιατρών δυσχεραίνει, με αποτέλεσμα όταν αναζητούν ιατρική περίθαλψη εξαιτίας της πάθησης να μην αναγνωρίζονται τα συμπτώματα ως δυσκοιλιότητα από τον γιατρό και επομένως να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
«Η δυσκοιλιότητα είναι μια πολύ κοινή πάθηση. Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι με χρόνια δυσκοιλιότητα δεν επισκέπτονται τον γιατρό τους, τα ποσοστά διάγνωσης είναι αρκετά υψηλά. Πολλές μελέτες έχουν προσπαθήσει να εκτιμήσουν τον επιπολασμό της, αλλά υπάρχει μεγάλη απόκλιση στα αποτελέσματά τους (από 3% έως 35%), κυρίως εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου διάγνωσης.
Ένα ποσοστό ασθενών θέτει μόνο του τη διάγνωση, χωρίς τη συνδρομή γιατρού, αλλά και γιατί μερικοί γιατροί διαγιγνώσκουν πρακτικά ενώ άλλοι χρησιμοποιούν επίσημα κριτήρια (π.χ.Rome IV), τα οποία προσδιορίζουν τους συνδυασμούς των συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Μια νέα έρευνα από το King’s College του Λονδίνου, που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Gastroenterology, συνέκρινε την αντίληψη που έχουν για τη δυσκοιλιότητα απλοί άνθρωποι (με και χωρίς δυσκοιλιότητα), με εκείνη που έχουν οι γενικοί και ειδικευμένοι ιατροί αλλά και με τα επίσημα κριτήρια διάγνωσης.
Μέσω της χρήσης ερωτηματολογίου οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναφέρουν τα συμπτώματα που θεωρήθηκαν πιο σημαντικά για τη διάγνωση. Οι συμμετέχοντες επίσης κλήθηκαν να κρίνουν από 10 μελέτες την ύπαρξη ή όχι δυσκοιλιότητας, σύμφωνα με τα επίσημα κριτήρια.
Οι επιστήμονες εξέτασαν στοιχεία από 2.557 άτομα (εκ των οποίων 934 είχαν αυτοδιαγνώσει δυσκοιλιότητα), 411 γενικούς ιατρούς και 365 γαστρεντερολόγους. Διαπίστωσαν ότι από εκείνους που διέγνωσαν μόνοι τους ότι πάσχουν από δυσκοιλιότητα, το 94% πληρούσε τα τυπικά διαγνωστικά κριτήρια (Rome IV). Παραδόξως, ωστόσο, από τα 1.623 άτομα που δεν ανέφεραν ότι πάσχουν από δυσκοιλιότητα, το 29% πληρούσε τα κριτήρια αυτά. Δηλαδή το ένα τρίτο των ανθρώπων, οι οποίοι είχαν χαρακτηρίσει τον εαυτό τους ως υγιή, ήταν δυσκοίλιοι.
Από την κρίση των μελετών, τα ποσοστά σωστής διάγνωσης της δυσκοιλιότητας κυμάνθηκαν από 99% έως 39%, ανάλογα με τα υπάρχοντα συμπτώματα. Για παράδειγμα, λιγότερο από το ένα τρίτο του δυσκοίλιου γενικού πληθυσμού θεώρησε σημαντική για τη διάγνωση την ύπαρξη σπάνιων κενώσεων του εντέρου, σε σύγκριση με το 41% των ιατρών και το 65% των ειδικευμένων ιατρών.
Η μελέτη επισήμανε επίσης έξι βασικές ομάδες συμπτωμάτων με τις οποίες συμφωνούσαν οι δύο κατηγορίες συμμετεχόντων: κοιλιακή δυσφορία, πόνος και φούσκωμα, ορθική δυσφορία, σπάνιες κενώσεις του εντέρου και σκληρά κόπρανα, αισθητηριακή δυσλειτουργία, μετεωρισμός και φούσκωμα και ακράτεια κοπράνων. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα υφιστάμενα γενικώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν τόσο τις αντιλήψεις των ασθενών όσο και των ιατρών.
Το κλειδί για την αποτελεσματική θεραπεία είναι ο έγκυρος προσδιορισμός της πάθησης. Ενδεχομένως, το υψηλό ποσοστό των ασθενών που δεν ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική θεραπεία, το οποίο ξεπερνά το 50%, να οφείλεται στη λανθασμένη διάγνωση λόγω επικοινωνιακών δυσαρμονιών μεταξύ ασθενών και ιατρών.
Εάν οι δύο πλευρές αποκτήσουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας θα ελαχιστοποιηθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα και ακολούθως το ποσοστό των χρονίως πασχόντων από δυσκοιλιότητα. Με τη σειρά του αυτό θα βοηθήσει στην αποφυγή εμφάνισης άλλων προβλημάτων υγείας που σχετίζονται άμεσα με τη δυσκοιλιότητα, όπως η αιμορροϊδοπάθεια, οι ραγάδες δακτυλίου, τα περιεδρικά αποστήματα και συρίγγια.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube