Αρχικά, το τεστ κοπώσεως (ή δοκιμή κόπωσης) είναι μια φυσική εξέταση, όπου ο ασθενής περπατά σε διάδρομο ή ποδηλατεί σε στατικό ποδήλατο με σκοπό να αυξηθεί η φυσική του δραστηριότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης, παρακολουθούνται οι καρδιολογικοί παράμετροι του ασθενούς, όπως ο καρδιακός ρυθμός και η πίεση, καθώς και το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Το τεστ κοπώσεως χρησιμοποιείται κυρίως για την ανίχνευση ισχαιμίας του μυοκαρδίου, ήτοι την ανεπάρκεια παροχής αίματος προς τον καρδιακό μυ κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης.
Αντίθετα, η εξέταση υπερηχοκαρδιογραφήματος με stress συνδυάζει την υπερηχογραφία με την πρόκληση φυσιολογικού ή φαρμακευτικού stress στον ασθενή. Η διαδικασία περιλαμβάνει αρχικά μια ηρεμία υπερηχοκαρδιογραφήματος για να αξιολογηθεί η καρδιά σε κατάσταση ηρεμίας, ακολουθούμενη από έκθεση του ασθενούς σε άσκηση (όπως σε ένα τεστ κοπώσεως) ή μέσω φαρμακευτικής πρόκλησης (π.χ. με διπυριδαμόλη ή αδενοσίνη). Μετά την πρόκληση, η καρδιά παρακολουθείται με υπερήχους για την εκτίμηση της βηματοδότησης και του φωτισμού του αίματος στους καρδιακούς ιστούς.
Η διαφορά λοιπόν μεταξύ τους είναι ότι ενώ το τεστ κοπώσεως εστιάζει κυρίως στη μέτρηση των ηλεκτρικών και καρδιολογικών παραμέτρων αναφορικά με την άσκηση, το stress echo προσφέρει μια πιο λεπτομερή εικόνα της λειτουργίας της καρδιάς και των τυχόν περιοχών που δεν “αποτυπώνονται” επαρκώς κατά τη διάρκεια του stress, αξιοποιώντας την υπερηχογραφία.
Το stress echo συνιστάται σε περιπτώσεις όπου απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση της καρδιακής λειτουργίας σε άτομα με συμπτώματα καρδιολογικών παθήσεων, στην ανίχνευση προκαλών ισχαιμίας και σε ασθενείς με θετική ιστορία καρδιοπάθειας ή υψηλού κινδύνου για καρδιολογικά επεισόδια. Εν γένει, η επιλογή της εξέτασης εξαρτάται από τις ανάγκες του ασθενούς και την κλινική εκτίμηση του ιατρού.