H ομοφυλοφιλία μπορεί να οφείλεται στην επιγενετική δηλαδή στις κληρονομικές αλλαγές που προκαλούνται από παράγοντες άλλους εκτός του DNA;
Απάντησεις θα πρέπει να δώσουν οι ερευνητές οι οποίοι αντί της έρευνας για το «γονίδιο της ομοφυλοφιλίας» θα πρέπει να εστιάσουν στην διαδικασία της επιγενετικής, που ενεργοποιεί και απενεργοποιεί γονίδια, ώστε να μπορέσουν να αιτιολογήσουν γιατί η ομοφυλοφιλία είναι κληρονομική υπόθεση.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου The Quarterly Review of Biology, με τον όρο «επιγενετική» αναφερόμαστε στις κληρονομικές αλλαγές που προκαλούνται από παράγοντες άλλους εκτός του DNA.
Αντί τα χαρακτηριστικά να μεταβιβάζονται μέσω των γονιδίων, η επιγενετική αλλαγή συμβαίνει λόγω του τρόπου ρύθμισης των γονιδίων, ή της ενεργοποίσης και απενεργοποίησής τους.
Οι γενετικοί αυτοί ρυθμιστές ενδεχομένως να είναι οι «ένοχοι» για την ύπαρξης της ομοφυλοφιλίας στην φύση, παρά το γεγονός ότι οι ομοφυλόφιλοι έχουν μικρότερες πιθανότητες να αναπαραχθούν.
Ο Δρ Γουίλιαμ Ράις εξελικτικός γενετιστής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στη Σάντα Μπάρμπαρα των ΗΠΑ εξηγεί ότι «σε ένα άρρεν έμβρυο μια επιγενετική αλλαγή που ωφελεί τη μητέρα μπορεί να οδηγήσει σε θηλυπρέπεια της σεξουαλικής προτίμησης, δηλαδή ομο- ή αμφιφυλοφιλία. Το ίδιο ισχύει και για τις επιγενετικές αλλαγές που μεταβιβάζονται από τον πατέρα στο θηλυκό έμβρυο».
Ορμόνες, επιγενετική και προσανατολισμός
Ο Δρ Ράις και οι συνεργάτες του επικεντρώθηκαν σε μοριακές αλλαγές που δρουν σαν προσωρινοί «διακόπτες» ενεργοποίησης και απενεργοποίησης των γονιδίων. Αν ένα γονίδιο είναι το κατασκευαστικό σχέδιο, η μοριακή αλλαγή είναι ο αρχιτεχνίτης που διασφαλίζει την υλοποίηση της κατασκευής. Η μοριακή αλλαγή επίσης καθορίζει πότε, που και πόσο εκφράζεται ένα γονίδιο, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Μαθηματικής και Βιολογικής Σύνθεσης.
Οι μοριακοί αυτοί διακόπτες συνήθως διαγράφονται πολύ νωρίς στην αναπτυξιακή διαδικασία, αλλά μπορούν να μεταβιβαστούν από γενιά σε γενιά. Ορισμένοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί κατά την ανάπτυξη του εμβρύου, όταν προάγουν την φυσιολογική σωματική ανάπτυξη των φύλων παρά τις φυσικές διακυμάνσεις της τεστοστερόνης κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι η εμβρυϊκή έκθεση σε υπερβολική ποσότητα τεστοστερόνης μπορεί να «ανδροποιήσει» τα γεννητικά όργανα, τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά του γενετικά θηλυκού εμβρύου. Ομοίως, η ανεπάρκεια τεστοστερόνης μπορεί να κάνει το γενετικά άρρεν έμβρυο πιο θηλυπρεπές.
Αλλά υπάρχει μεγάλη επικάλυψη μεταξύ των δύο ακραίων επιπέδων της τεστοστερόνης που εκτίθενται τα θηλυκά και άρρενα έμβρυα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και η επιγενετική.
«Πολύ νωρίς στην διαδικασία της ανάπτυξης, πιστεύουμε ότι οι μοριακοί διακόπτες προδιαγράφουν τα θηλυκά έμβρυα να είναι σχετικά αναισθητοποιημένα στην τεστοστερόνη και τα άρρενα σχετικά ευαίσθητα σ’ αυτή την ορμόνη», εξηγεί ο Δρ Ράις.
Βιολογική συμπεριφορά
Άρα, αν ένας μοριακός διακόπτης που εμπόδισε τη μητέρα να εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης κατά το στάδιο της ανάπτυξής της, μεταβιβαστεί στον γιο της, θα τον απευαισθητοποιήσει στην τεστοστερόνη, συντελώντας έτσι στην σεξουαλική του προτίμηση προς άνδρες. Ομοίως, αν ο μοριακός διακόπτης του πατέρα μεταβιβαστεί στην κόρη, θα την αρρενοποιήσει ώστε να έχει προτίμηση προς γυναίκες.
«Οι παρατηρήσεις αυτές ενδεχομένως να εξηγούν γιατί στις μελέτες διδύμων φαίνεται ότι η ομοφυλοφιλία είναι κληρονομική, αλλά χωρίς να υπάρχει ‘γονίδιο ομοφυλοφιλίας’», εξηγεί ο Δρ Ράις.
Στα πανομοιότυπα δίδυμα υπάρχει 20% πιθανότητα αν το ένα μέλος είναι ομοφυλόφιλο να είναι και το άλλο. Αλλά αν οι γενετικές αλλαγές ευθύνονται για την ομοφυλοφιλία, τότε η ομοιότητα θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Η επιγενετική ωστόσο, μπορεί να εξηγήσει την κληρονομικότητα χωρίς την ανάγκη για μια συγκεκριμένη γενετική αλλαγή.
Η θεωρία θα μπορούσε να μελετηθεί, εξετάζοντας επιγενετικά σημάδια σε γονείς παιδιών με ομοφυλόφιλους απογόνους. Φυσικά, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η γνώση που θα προκύψει να χρησιμοποιηθεί από τους γονείς που θέλουν να αποφύγουν το ενδεχόμενο ενός ομοφυλόφιλου απογόνου, αλλά αυτό ισχύει ήδη και για συγκεκριμένες ενδομήτριες ορμονικές παθήσεις που είναι γνωστό ότι συντελούν σε αυξημένη πιθανότητα απόκτησης θηλυκού απογόνου με τάση ομοφυλοφιλίας.
«Η κατανόηση των βιολογικών ριζών της ομοφυλοφιλίας θα μας βοηθήσει να διαπιστώσουμε ότι η συμπεριφορά αυτά δεν είναι ‘μη φυσιολογική’. Μάλιστα, είναι μέρος της φύσης. Το 14% των γλάρων ανατρέφουν απογόνους σε ζεύγη θηλυκό-θηλυκό, ενώ το 8% των αρσενικών προβάτων δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τα θηλυκά, αλλά διεγείρεται σεξουαλικά από τα κριάρια», τονίζει ο Δρ Ράις.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube