Οι γιατροί συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με καταστάσεις πόνου, θλίψης και απώλειας, καθώς καθημερινά διαχειρίζονται ασθενείς με σοβαρές ασθένειες ή σε κρίσιμες καταστάσεις. Η συνεχής έκθεση σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να προκαλέσει μια αίσθηση αποξένωσης ή αδιαφορίας, καθώς οι γιατροί προσπαθούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους από την υπερβολική συναισθηματική φόρτιση. Αυτή η απομάκρυνση από τα συναισθήματα μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους επαγγελματίες.
Η κόπωση ενσυναίσθησης μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, όπως η αύξηση της απογοήτευσης, η μείωση της ικανοποίησης από την εργασία, η σωματική κόπωση και η μείωση της παραγωγικότητας. Οι γιατροί μπορεί να αρχίσουν να αποφεύγουν τις συναναστροφές με ασθενείς ή να γίνονται λιγότερο ευαίσθητοι στις ανάγκες τους. Αυτό όχι μόνο επηρεάζει την ποιότητα της φροντίδας που παρέχουν, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία, όπως άγχος και κατάθλιψη.
Για να αντιμετωπιστεί η κόπωση ενσυναίσθησης, είναι σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα και να ζητήσουν υποστήριξη. Η εκπαίδευση στην αυτοφροντίδα, η συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης και η ανάπτυξη στρατηγικών διαχείρισης άγχους είναι μερικές από τις προσεγγίσεις που μπορούν να βοηθήσουν. Η προώθηση ενός υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος και η ενθάρρυνση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των επαγγελματιών υγείας μπορεί επίσης να συμβάλει στη μείωση της κόπωσης ενσυναίσθησης και στην ενίσχυση της ψυχικής ευημερίας.