Ένας από τους κύριους παράγοντες που μπορεί να προκαλέσει τη σχολική άρνηση είναι το άγχος. Πολλά παιδιά βιώνουν έντονο άγχος πριν ή κατά τη διάρκεια της σχολικής ημέρας. Αυτό μπορεί να προέρχεται από ακαδημαϊκές απαιτήσεις, φόβο αποτυχίας ή από την πίεση που ασκείται από γονείς ή δασκάλους. Επιπλέον, η κοινωνική πίεση και οι σχέσεις με συνομηλίκους μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη άγχους, κυρίως σε περιπτώσεις σχολικών εκφοβιστικών συμπεριφορών ή κοινωνικών φοβιών.
Οι οικογενειακές δυναμικές είναι επίσης κρίσιμης σημασίας. Παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με έντονες συγκρούσεις ή προβλήματα, όπως ο χωρισμός ή η απώλεια ενός γονέα, μπορεί να νιώθουν ασφάλεια στο σπίτι τους, γεγονός που τους οδηγεί στο να αρνούνται την επίσκεψη στο σχολείο. Επιπλέον, η υπερπροστατευτικότητα των γονέων ή η έλλειψη υποστήριξης σε θέματα κοινωνικών σχέσεων μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας αίσθησης ανασφάλειας για το παιδί, κάνοντάς το να προτιμά την απομάκρυνση από το σχολικό περιβάλλον.
Η προσωπικότητα του παιδιού παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Παιδιά με έντονα χαρακτηριστικά ντροπαλότητας ή ευαισθησίας είναι πιο επιρρεπή σε σχολική άρνηση. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης μπορεί να ενισχύσει τη φοβία τους απέναντι σε νέες καταστάσεις και αλληλεπιδράσεις.
Τέλος, άλλοι παράγοντες όπως η σωματική υγεία, οι ψυχολογικές διαταραχές – όπως η κατάθλιψη ή οι αγχώδεις διαταραχές – και οι δυσκολίες μάθησης μπορούν να συμβάλλουν στη σχολική άρνηση. Η αναγνώριση των αιτίων της σχολικής άρνησης είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική παρέμβαση και υποστήριξη του παιδιού, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στο σχολείο με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ασφάλεια.