Στον κοινωνικό χώρο, οι άνθρωποι έχουν τάσεις να διατηρούν διαφορετικές αποστάσεις ανάλογα με τις σχέσεις τους. Οι κοντινές αποστάσεις, συχνά θεωρούνται φυσιολογικές στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην οικογένεια, ενώ οι μεγαλύτερες αποστάσεις χαρακτηρίζουν τις επαγγελματικές ή τυπικές σχέσεις. Όταν αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που απαιτεί απόσταση, όπως σε περιόδους πανδημίας ή επιδημιών, αυτή η κοινωνική συνήθεια μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση και δυσφορία.
Η δυσκολία να κρατήσουμε φυσικές αποστάσεις οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Καταρχάς, η ανθρώπινη ανάγκη για επαφή και σύνδεση είναι εγγενής. Οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις προάγουν την αίσθηση της κοινότητας και της υποστήριξης, και η απομάκρυνση μπορεί να προκαλέσει αίσθηση μοναξιάς και απομόνωσης. Επίσης, σε πολλές εκπαιδευτικές και επαγγελματικές ρυθμίσεις, οι κοντινές αλληλεπιδράσεις θεωρούνται παραγωγικές και ευνοϊκές για την επικοινωνία.
Επιπλέον, η πολιτισμική διάσταση παίζει σημαντικό ρόλο στην αντίληψη της απόστασης. Σε πολιτισμούς όπου η σωματική επαφή είναι πιο αποδεκτή, όπως η μεσογειακή ή η λατινοαμερικάνικη κουλτούρα, η διατήρηση αποστάσεων μπορεί να φαίνεται ξένη και δύσκολη. Αντίθετα, σε κοινωνίες που προτιμούν μεγαλύτερη προσωπική απόσταση, όπως οι βόρειες χώρες, αυτή η πρακτική μπορεί να είναι πιο φυσική.
Τέλος, η δυσκολία στην τήρηση αποστάσεων μπορεί να συνδεθεί και με την ψυχολογική πίεση που προκαλείται από τις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες επιτακτικής αποστασιοποίησης. Οι ατομικές μας ταυτότητες και σχέσεις επηρεάζονται, και η ανάγκη για κοντινές επαφές εγείρει ανησυχίες σχετικά με την κοινωνική αποδοχή και την ηθική. Συνολικά, η σημειολογία της απόστασης προσφέρει πολύτιμες αναγνώσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν, δείχνοντας ότι οι φυσικές αποστάσεις είναι επίσης κοινωνικές και πολιτισμικές.