Η έρευνα βασίστηκε σε πειράματα που περιλάμβαναν συμμετέχοντες οι οποίοι εκτέθηκαν σε σενάρια που προκαλούσαν λύπη ή φόβο. Οι ερευνητές παρακολούθησαν στη συνέχεια τις αντιδράσεις τους σε δοκιμασίες αυτοελέγχου, όπως η αποφυγή ανθυγιεινών τροφών ή η καθυστέρηση της ικανοποίησης σε προθεσμίες.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που βίωναν λύπη ή φόβο παρουσίαζαν αυξημένα επίπεδα αυτοελέγχου σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που δεν είχαν εκτεθεί σε αυτά τα συναισθήματα. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι αυτά τα αρνητικά συναισθήματα φαίνεται να λειτουργούν ως “κινήτρο” για την αυτοπειθαρχία. Ωστόσο, η αύξηση του αυτοελέγχου μπορεί να είναι προσωρινή και να επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογική ευημερία.
Η λύπη, σύμφωνα με τη μελέτη, μπορεί να ενισχύσει τον αυτοέλεγχο γιατί η αίσθηση απώλειας ή απογοήτευσης κατακλύζει το άτομο και το οδηγεί σε πιο προσεκτικές και συνειδητές αποφάσεις. Ο φόβος από την άλλη πλευρά, μπορεί να διεγείρει μια αίσθηση του κινδύνου που ενθαρρύνει τα άτομα να αποφεύγουν βλαβερές συμπεριφορές.
Η ερευνητική ομάδα προτείνει ότι η κατανόηση της σχέσης ανάμεσα σε αρνητικά συναισθήματα και αυτοέλεγχο μπορεί να έχει σημαντικές εφαρμογές σε τομείς όπως η ψυχολογία της υγείας και η συμπεριφορική οικονομία. Επιπλέον, θα μπορούσε να ενισχύσει τις στρατηγικές παρέμβασης που στοχεύουν στην ενίσχυση του αυτοελέγχου σε καταστάσεις όπως η διαχείριση βάρους, η απεξάρτηση από ουσίες ή η βελτίωση των ακαδημαϊκών επιδόσεων.
Συμπερασματικά, η μελέτη καταδεικνύει την διπλή φύση των αρνητικών συναισθημάτων, τονίζοντας ότι ενώ μπορεί να είναι επιζήμια σε πολλές πλευρές της ζωής, μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ως κινητήριες δυνάμεις για ανάπτυξη και αυτοπειθαρχία.