Τα αίτια της ΔΑΠ συχνά περιλαμβάνουν πρώιμες αρνητικές εμπειρίες σχέσης με τους γονείς ή τους φροντιστές, όπως η έλλειψη σταθερότητας, η απουσία γονεϊκής φροντίδας, οι συχνές αλλαγές φροντιστών ή οι συνθήκες διαβίωσης που δεν προάγουν τη συναισθηματική ασφάλεια. Αυτές οι εμπειρίες επηρεάζουν την ικανότητα του παιδιού να αναπτύξει μια υγιή προσκόλληση, με αποτέλεσμα να έχει δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων και στην αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους.
Τα συμπτώματα της ΔΑΠ περιλαμβάνουν συχνή ανησυχία ή φόβο στην παρουσία άλλων, δυσκολία στην εμπιστοσύνη και τη σύνδεση με τους άλλους, καθώς και σπάνια ή ανώμαλη συμπεριφορά όταν συνδέονται με γονείς ή φροντιστές. Τα παιδιά αυτά μπορεί να παρουσιάζουν σημάδια υπερβολικής προσκόλλησης σε συγκεκριμένα άτομα ή, αντίθετα, να αποφεύγουν τις στενές σχέσεις. Συχνά, αναπτύσσουν και συμπεριφορές που δείχνουν έλλειψη κατανόησης ή σεβασμού για τους κοινωνικούς κανόνες.
Η διάγνωση της ΔΑΠ γίνεται από επαγγελματίες ψυχικής υγείας με βάση το ιστορικό του παιδιού και τη συμπεριφορά του. Η πρώιμη παρέμβαση είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της κατάστασης, καθώς τα παιδιά που αντιμετωπίζουν τη ΔΑΠ έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα στις κοινωνικές τους σχέσεις, στη σχολική τους επιτυχία και σε άλλους τομείς της ζωής τους.
Η θεραπεία περιλαμβάνει συχνά ψυχολογική υποστήριξη και θεραπεία μέσω παιχνιδιού, που μπορεί να βοηθήσει το παιδί να εκφραστεί και να δημιουργήσει ασφαλείς σχέσεις. Οι γονείς ή οι φροντιστές μπορεί επίσης να χρειαστεί να συμμετάσχουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα, ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες του παιδιού τους και να μάθουν πώς να ενισχύσουν τη συναισθηματική τους υποστήριξη. Η διαχείριση της ΔΑΠ απαιτεί υπομονή και αφοσίωση από όλους τους εμπλεκόμενους, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα και βελτίωση της ποιότητας ζωής του παιδιού.