Η σωστή διάρκεια του ύπνου είναι ζωτικής σημασίας για την ικανότητα ενός ατόμου να λειτουργεί σωστά, ενώ η υγεία των ατόμων που κοιμούνται πολύ λίγο ή πάρα πολύ επηρεάζεται ποικιλοτρόπως. Μια επιστημονική δήλωση από το American Heart Association θέτει το ερώτημα: θα μπορούσαν οι διαταραχές του ύπνου να συνδέονται με παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακής νόσου;
Οι διαταραχές του ύπνου όπως η άπνοια και η αϋπνία μπορούν να αυξήσουν τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την καρδιοπάθεια. Η αναφορά, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Circulation της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, δίνει μια γενική εικόνα του τι είναι σήμερα κατανοητό σχετικά με τα προβλήματα ύπνου και τους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων. Θέτει επίσης το ερώτημα αν η βελτίωση του ύπνου μειώνει αυτούς τους παράγοντες κινδύνου και, ως εκ τούτου, τον κίνδυνο των καρδιακών προβλημάτων.
Οι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με τις διαταραχές του ύπνου και την καρδιακή νόσο είναι η παχυσαρκία, ο διαβήτης τύπου 2, τα προβλήματα καρδιάς η αθηροσκλήρυνση, οι αρρυθμίες, η υπέρταση, το εγκεφαλικό επεισόδιο, και τα μη φυσιολογικά επίπεδα των τριγλυκεριδίων και της χοληστερόλης.
Υπολογίζεται ότι περίπου 50 με 70.000.000 άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες υποφέρουν από διαταραχές ύπνου και 29,1 Αμερικανοί ενήλικες αναφέρουν λιγότερες από 7 ώρες καθημερινού ύπνου καθημερινά.
Η Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής του Ύπνου και η Ένωση Έρευνας σχετικά με τον Ύπνο προτείνουν ότι οι ενήλικες θα πρέπει να κοιμούνται τουλάχιστον 7 ώρες κάθε νύχτα για διατηρήσουν την γενική τους υγεία. Ωστόσο, η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία δεν προέβη σε κάποια σύσταση σχετικά με το πόσος ύπνος απαιτείται για την υγεία της καρδιάς, καθώς δεν υπάρχουν επί του παρόντος επαρκή επιστημονικά στοιχεία για τη στήριξη της.
«Γνωρίζουμε ότι ως σύντομος ύπνος συνήθως ορίζεται ο κάτω των 7 ωρών ύπνος κάθε βράδυ, ενώ ως υπερβολικός, συνήθως ορίζεται ο ύπνος που ξεπερνά τις 9 ώρες ανά νύχτα, και οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να αυξήσουν ορισμένους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, αλλά δεν γνωρίζουμε αν η βελτίωση της ποιότητας του ύπνου συμβάλλει στη μείωση των παραγόντων κινδύνου», αναφέρει η Marie-Pierre St-Onge, Ph.D., αναπληρώτρια καθηγήτρια της διατροφικής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης και πρόεδρος της επιτροπής που ενέκρινε το επιστημονικό πλαίσιο των διαταραχών ύπνου και των καρδιακών παθήσεων.
«Δεδομένου ότι τα επιστημονικά στοιχεία δεν δείχνουν μια ειδική σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και της καρδιαγγειακής ευεξίας, η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία δεν μπορεί να προσφέρει συγκεκριμένες συμβουλές για το πόσο ύπνο χρειάζεται ο άνθρωπος προκειμένου να προστατευτεί από της καρδιαγγειακή νόσο», προσθέτει η St-Onge.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου, ο ύπνος είναι απαραίτητος για μια υγιή καρδιά. Τα άτομα που δεν κοιμούνται 6 έως8 ώρες ανά νύχτα, βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο, ανεξάρτητα από την ηλικία, το βάρος, το κάπνισμα και τη σωματική άσκηση. Η έλλειψη ύπνου σχετίζεται με το στρες, την αυξημένη πίεση του αίματος, και την έκκριση αδρεναλίνης, όλους δηλαδή τους παράγοντες κινδύνου της καρδιακής νόσου.
Ενώ οι λόγοι συσχέτισης της απουσίας επαρκούς ύπνου με τα προβλήματα της καρδιάς είναι ασαφείς, οι επιστήμονες δηλώνουν ότι ο ελάχιστος ύπνος προκαλεί διαταραχές στην υποκείμενες συνθήκες υγείας και στις βιολογικές διεργασίες, όπως ο μεταβολισμός της γλυκόζης, η πίεση του αίματος, και η φλεγμονή.
Ωστόσο, ο υπερβολικός ύπνος, ο οποίος ξεπερνά τις 8 ώρες, μπορεί να επιφέρει τις ίδιες πιθανότητες θανάτου από στεφανιαία νόσο με τον μη επαρκή ύπνο, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και της υγείας της καρδιάς.
Ο κίνδυνος για εκδήλωση υπνικής άπνοιας – μιας δυνητικά σοβαρής διαταραχής του ύπνου κατά την οποία η αναπνοή σταματά και ξεκινά επανειλημμένα – είναι υψηλή σε άτομα με καρδιαγγειακά προβλήματα όπως η υπέρταση, η καρδιακή ανεπάρκεια, και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Καρδιακές παθήσεις, όπως η στηθάγχη ή καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκαλέσουν αϋπνία – που ορίζεται ως η δυσκολία κάποιου να παραμείνει κοιμισμένος. Τα φάρμακα για την καρδιά και την αρτηριακή πίεση μπορούν επίσης να επηρεάσουν τον ύπνο.
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο ύπνος επηρεάζει την πρόσληψη της τροφής, και, ως εκ τούτου, επηρεάζει άμεσα και τον κίνδυνο της παχυσαρκίας. Ωστόσο, οι έρευνες αυτές έγιναν μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα. Για το λόγο αυτό απαιτούνται διεξοδικότερες και μεγαλύτερες σε διάρκεια μελέτες πάνω στο πώς επηρεάζει ο ύπνος το βάρος.
Όντας κανείς υπέρβαρος ή παχύσαρκος αυξάνει τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα, την αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 – παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο.
Επιπρόσθετες μελέτες μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό του αν οι εναλλαγές του ύπνου κατά τη διάρκεια της εβδομάδας επηρεάζουν τη χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια και τους φλεγμονώδεις δείκτες.
Οι άνθρωποι μπορούν να βοηθηθούν για τη μείωση των παραγόντων κινδύνου καρδιακής νόσου από τους ειδικούς. Τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και ροχαλίζουν, πρέπει να ζητούν τη βοήθεια ειδικών για θέματα ύπνου, οι οποίοι δύνανται να αναλύσουν την υπνική άπνοια. Το ίδιο ισχύει και για όσους δεν απολαμβάνουν έναν επαρκή ύπνο ή υποφέρουν από αϋπνία.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube