Για τους νέους με διαβήτη τύπου 1, η αιμοσφαιρίνη A1c (A1C) και o λόγος μέσης προς ύψος (WHR) είναι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου που προβλέπουν μεταβολή της δυσλιπιδαιμίας, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Diabetes Care .
Η χοληστερόλη προέρχεται από το ήπαρ και εξωγενώς από τη διατροφή. Ενδεικτικά, το συκώτι παράγει καθημερινά περίπου 1 gr χοληστερόλης, ενώ από τη διατροφή παρέχεται περίπου το 15%-20% της χοληστερόλης στον οργανισμό μας. Η χοληστερόλη ανακυκλώνεται στον οργανισμό. Αποβάλλεται από το συκώτι στο έντερο και από αυτήν ποσοστό περίπου 50% επαναπορροφάται και εισέρχεται ξανά στον οργανισμό μας.
Υπάρχουν δύο τύποι χοληστερόλης: αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) και αυτή που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL). Η LDL χοληστερόλη, έχει ως κύριο ρόλο τη μεταφορά του λίπους σε όλο το σώμα. Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες όμως, η LDL χοληστερόλη προσκολλάται στα τοιχώματα των αρτηριών, με αποτέλεσμα η διάμετρός τους να μικραίνει και τα αγγεία να «στενεύουν». Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως αθηροσκλήρωση. Η αθηροσκλήρωση αυξάνει την τάση ανάπτυξης θρόμβων στο αίμα. Σε περίπτωση σχηματισμού θρόμβου, μια αρτηρία η οποία έχει ήδη γίνει πιο «στενή» μπορεί να φράξει (θρόμβωση). Ετσι λοιπόν μπορεί να προκληθεί καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Στο 80% των περιπτώσεων, οι ασθενείς με διαβήτη δεν έχουν μόνο πρόβλημα αυξημένου σακχάρου αλλά και αυξημένης χοληστερόλης. Η υπερλιπιδαιμία, όμως, επίσης προκαλεί ανάλογες βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία και έτσι ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου αυξάνεται κατακόρυφα, όταν ο ασθενής δεν κάνει ό,τι πρέπει για να ρυθμίσει και το σάκχαρο και τη χοληστερόλη του.
Η Amy S. Shah, MD, από το Νοσοκομείο Παίδων και το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, και οι συνεργάτες της εξέτασαν τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την εξέλιξη και την υποχώρηση της δυσλιπιδαιμίας σε 1.478 νέους με διαβήτη τύπου 1 (ηλικίας 10,8 ± 3,9 έτη, 50% άνδρες, 77% μη-ισπανόφωνοι λευκοί, όχι σε αντιλιπιδαιμική αγωγή) κατά την έναρξη της παρακολούθησης και μετά για ένα μέσο χρονικό διάστημα 7,1 ετών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 19%, 5%, 69%, και 7% των νέων με διαβήτη τύπου 1 είχαν μη-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτείνη, που αυξήθηκε, υποχώρησε, ήταν σταθερά φυσιολογική ή σταθερή παθολογική, αντίστοιχα. Για την HDL-C, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 3%, 3%, 94%, και 1%. Η μεγαλύτερη περιοχή A1C κάτω από την καμπύλη (AUC) και η υψηλότερη WHR AUC στους άνδρες συνδέθηκαν με την εξέλιξη της μη-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτείνης. Η AUC του WHR συσχετίστηκε με την μη-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτείνη, ενώ το άρρεν φύλο και η υψηλότερη AUC του WHR συσχετίζονταν με την εξέλιξη της HDL-C. «Η A1C και ο WHR είναι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την αλλαγή στη δυσλιπιδαιμία με την πάροδο του χρόνου σε νεαρά άτομα με διαβήτη τύπου 1,» γράφουν οι συγγραφείς.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube