Η ξηροφθαλμία είναι μια κοινή κατάσταση που εμφανίζεται όταν τα μάτια δεν παράγουν αρκετά δάκρυα ή όταν η ποιότητα των δακρύων δεν είναι επαρκής για να διατηρηθούν τα μάτια υγρά και υγιή. Τα δάκρυα παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην προστασία των ματιών από ερεθισμούς και μικροοργανισμούς, ενώ συμβάλλουν στη σωστή όραση.
Τα συμπτώματα της ξηροφθαλμίας μπορεί να περιλαμβάνουν αίσθηση καύσου, τσούξιμο, ερυθρότητα, ευαισθησία στο φως, θολή όραση, και την αίσθηση ότι υπάρχει ξένο σώμα στο μάτι. Παράδοξα, μερικά άτομα μπορεί να παρατηρήσουν υπερβολική δακρύρροια, ως αντίδραση του ματιού στην ξηρότητα.
Οι αιτίες της ξηροφθαλμίας είναι ποικίλες. Οι πιο κοινές περιλαμβάνουν την προχωρημένη ηλικία, καθώς με την πάροδο του χρόνου μειώνεται η φυσική παραγωγή δακρύων. Ορμονικές αλλαγές, όπως αυτές που συμβαίνουν κατά την εμμηνόπαυση, επίσης επηρεάζουν τη δακρυϊκή λειτουργία. Ορισμένα φάρμακα, όπως αντιισταμινικά και αντικαταθλιπτικά, μπορούν να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν την ξηροφθαλμία. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως ο ξηρός αέρας, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η παρατεταμένη χρήση υπολογιστών, συμβάλλουν στην επιδείνωση της κατάστασης.
Η ξηροφθαλμία μπορεί επίσης να σχετίζεται με υποκείμενες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjögren ή διαταραχές του θυρεοειδούς. Σε σοβαρές περιπτώσεις, η χρόνια ξηροφθαλμία μπορεί να προκαλέσει φλεγμονές και βλάβες στην επιφάνεια του ματιού, επηρεάζοντας την ποιότητα της όρασης.
Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Περιλαμβάνει τη χρήση τεχνητών δακρύων, ειδικών σταγόνων για τη μείωση της φλεγμονής, καθώς και αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως η αποφυγή ξηρών περιβαλλόντων και η τακτική ξεκούραση των ματιών κατά τη χρήση οθονών.