Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα χαρακτηριστικά του ατόμου είναι η νοημοσύνη. Γι’ αυτό και η επιστήμη προσπαθεί να καθορίσει τη φύση της, να δημιουργήσει κριτήρια (test) για τη μέτρηση της και να διατυπώσει ορισμούς.
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr ο Δημήτρης Μπούκουρας Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής.
Πολλοί θεωρούν νοημοσύνη, ικανότητα του ατόμου για κατανόηση, εφευρετικότητα, κριτική ανάλυση ακόμα και πνευματική προσαρμογή σε νέες καταστάσεις. Άλλοι τη θεωρούν σαν την ικανότητα του ατόμου να δρα σκόπιμα και να σκέφτεται για ν’ αντιμετωπίσει αποτέλεσμα το περιβάλλον του. Αλλά δίνουν το ολοκληρωμένο ορισμό όπου η νοημοσύνη αναφέρεται στο σύνολο της συμπεριφοράς του ατόμου και φανερώνει την ικανότητα του να λύνει προβλήματα να προσαρμόζεται, να σκέπτεται λογικά, και να ωφελείται από την πείρα του. Πρόκειται δηλαδή για μια μόνιμη ικανότητα του, ως προς την ποιότητα και την ποσότητα της διαφέρουν τα άτομα ανάλογα με την ηλικία, την ιδιοσυγκρασία και την εμπειρία τους. Η νοημοσύνη ακόμα επεκτείνεται και στη λύση πρακτικών προβλημάτων που αφορούν συγκεκριμένα αντικείμενα. Αυτή η μορφή της νοημοσύνης λέγεται πρακτική, γιατί χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από το εργαλείο και τις πολλαπλές δυνατότητες χρήσης του. Η νοημοσύνη μ’ άλλα λόγια βοηθάει το άτομο να γνωρίσει το περιβάλλον του και να προσαρμοστεί σ’ αυτό.
Σύμφωνα με τον Piaget, η ανάπτυξη είναι μια συνεχής προσαρμογή, που στηρίζεται σε δυο μηχανισμούς – λειτουργίες που είναι ταυτόχρονα και ανταγωνιστικοί και αλληλοσυμπληρούμενοι. Και είναι η αφομοίωση και η συμμόρφωση. Η αφομοίωση σαν μηχανισμός δείχνει την ικανότητα του ατόμου να εντάξει ένα νέο αντικείμενο ή μια νέα κατάσταση στο σύνολο των δομών τις οποίες ήδη κατέχει. Η συμμόρφωση σαν μηχανισμός δηλώνει την ικανότητα να τροποποιεί το άτομο τις ήδη οργανωμένες δομές για να μπορεί ν’ ανταποκρίνεται στην απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Είναι φανερό, ότι η διεργασία της προσαρμογής απαιτεί μια εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στην αφομοίωση και στην συμμόρφωση. Αν λοιπόν η αφομοίωση υπερισχύει της συμμόρφωσης, τότε το παιδί θα εμπλουτίσει μεν, τα σύνολα των αντικειμένων και των καταστάσεων, δε θα μπορεί όμως ν’ αφομοιώσει το περιεχόμενο τους, δεν θα κατορθώσει να εμπλουτίσει σε βάθος και σε πλάτος το πεδίο των γνώσεων του. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν καταστάσεις όπου ο ένας μηχανισμός υπερισχύει προσωρινά του άλλου όπως, π.χ στα μιμητικά παιχνίδια όπου κυριαρχεί η συμμόρφωση ενώ στα συμβολικά κυριαρχεί η αφομοίωση.
Οι εξισορροπητικές αυτές καταστάσεις προσαρμογής, δημιουργούν πνευματικές δομές απλές ή σύνθετες που ορίζουν την επίγνωση και την επικοινωνία του ατόμου με το περιβάλλον.
Συμπερασματικά μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:
• Η νοημοσύνη θεωρείται γενικά σαν μια ανώτερη πνευματική λειτουργία. Παρεμβαίνει όταν λειτουργίες κατώτερου επιπέδου (ένστικτα, έξεις) δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες μιας κατάστασης.
• Είναι γενική και περίπλοκη λειτουργία που κινητοποιεί το σύνολο του ψυχοσωματικού μηχανισμού
• Έχει λειτουργικό χαρακτήρα και αποβλέπει σε μορφές προσαρμογής ανάλογες με τη φύση του ανθρώπου, την ιδιοσυστασία του και την επίδραση του φυσικού, οικονομικό-κοινωνικού, πολιτισμικού και ιδεολογικού περιβάλλοντος του.
Είναι γεγονός ότι οι πνευματικές ικανότητες είναι στην πραγματικότητα επηρεασμένες αποφασιστικά από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει το παιδί. Όσο περισσότερο ανεβασμένο είναι αυτό το περιβάλλον, τόσο περισσότερο οι ικανότητες του αναπτύσσονται και ανοίγονται, γιατί η δομή, το περιεχόμενο και οι μέθοδοι της σχολικής εκπαίδευσης έχουν ρυθμιστεί από τις παραδοσιακές τάξεις.
Πηγαίνοντας μακρύτερα θα πούμε ότι στο σύνολο τους οι πνευματικές ικανότητες δεν είναι «δεδομένες» αλλά αποτελούν προϊόν της κοινωνίας και εξελίσσονται μαζί μ’ αυτή. Η κοινωνική και πολιτιστική πολιτική μπορεί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη αυτών ή εκείνων των ικανοτήτων και ακόμη, να δημιουργεί νέες ικανότητες, όπως το αποδεικνύει η πρόσφατη ιστορία της εκπαίδευσης τόσο στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της επιστημονικής προόδου όσο και στα νέα αφρικάνικά και ασιατικά κράτη.
Όσον αφορά τώρα τη γένεση και προέλευση της ευφυΐας, εδώ υπάρχουν συγκρουόμενες απόψεις. Δεν έχει υπάρξει καμιά συμφωνία ως προς το ότι η ευφυΐα μπορεί να κληρονομείται με τα χρωμοσώματα. (όπως το ύψος. Το χρώμα των μαλλιών, των ματιών κ.λ.π). Πολλές θεωρίες προσπάθησαν να συμβιβάσουν τη φύση με τον πολιτισμό για να εξηγήσουν την προέλευση της ευφυΐας. Γιατί φύση και πολιτισμός βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και όταν κανείς εξετάζει μόνο την επίδραση της φύσης πάνω στον πολιτισμό, αγνοεί ότι ο άνθρωπος σε αντίθεση με τα άλλα ζώα είναι ένα ον μαζί και πολιτιστικό και βιολογικό που χρησιμοποιεί εργαλεία και σύμβολα με τα οποία κυρίως εξασφαλίζει την επιβίωση του.
Η βιολογία είναι μια επιστήμη που προσπάθησε να ερμηνεύσει τη νοημοσύνη από τη δική της σκοπιά, θεωρώντας το ανθρώπινο πνεύμα μέσα από τους νόμους κληρονομικότητας και τις ουσίες DNA που υπάρχουν στον άνθρωπο χωρίς όμως στην πραγματικότητα να έχει πει τίποτα πάνω στη συμπεριφορά του ανθρώπου και τη γενετική σύνθεση των πνευματικών του ικανοτήτων.
Ωστόσο ο δείκτης νοημοσύνης ενός ατόμου που μετριέται με συγκεκριμένες δοκιμασίες και κριτήρια είναι ένας σχετικός παράγοντας, ενδεικτικός και όχι καθοριστικός για τη νοημοσύνη. (χρησιμεύει κυρίως στη διάγνωση πνευματικής καθυστέρησης), και μπορεί να επηρεαστεί από διάφορες συνθήκες.
Έχει αποδειχτεί από έρευνες ότι:
• Το κοινωνικό υπόβαθρο – δηλαδή η υψηλή ή χαμηλή κοινωνική τάξη επηρεάζει την πνευματική ανάπτυξη.
• Το φυλετικό υπόβαθρο
• Το οικονομικό υπόβαθρο – παίζει σημαντικό ρόλο στην πνευματική ανάπτυξη (π.χ πλούσια προσφορά ερεθισμάτων, ευκαιρίες για μάθηση κ.λ.π)
• Επίσης βαριές κληρονομικές ασθένειες, ανωμαλίες εγκυμοσύνης και τοκετού μπορούν να επιφέρουν ενδεχομένως προβλήματα στην νοητική ανάπτυξη, (νοητική καθυστέρηση, σπαστικότητα κ.λ.π).
• Ακόμα το μορφωτικό επίπεδο των γονέων επηρεάζει σημαντικότατα το νοητικό επίπεδο του παιδιού.
• Ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιείται από τους γονείς, και η καλλιέργεια της ομιλίας παίζει δημιουργικό ρόλο στην ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων και ιδιαίτερα της ικανότητας στη χρήση της αφαίρεσης.
Παράδειγμα:
Υποθετικός διάλογος μητέρας και παιδιού, όταν αυτό παίζει με τα μάτια της ηλεκτρικής κουζίνας.
– Μητέρα: Σε παρακαλώ, αν θέλεις, μη ασχολείσαι με τα μάτια της κουζίνας.
– Παιδί: Γιατί;
– Μητέρα: Γιατί είναι επικίνδυνο.
– Παιδί: Γιατί;
– Μητέρα: Γιατί θα ανάψουν τα ηλεκτρικά μάτια και θα κάψεις τα χέρια σου.
– Παιδί: Γιατί;
– Μητέρα: Γιατί ανάβουν γρήγορα και δε θα προλάβεις να τα βγάλεις έξω και θα πάθεις εγκαύματα. Αν θέλεις τώρα, παίξε με κάτι άλλο γιατί θέλω να μαγειρέψω.
Μια άλλη μητέρα, μιλάει με το παιδί της:
– Μητέρα: Φύγε από τη μηχανή.
– Παιδί: Γιατί;
– Μητέρα: Γιατί καίει.
– Παιδί: Γιατί;
– Μητέρα: Σου είπα να φύγεις για να μη σε δείρω (το απομακρύνει βίαια).
Τέλος, η δομή των οικογενειακών σχέσεων ποικίλει ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον. Οι σχέσεις αυτές είναι απλούστερες, αμεσότερες, αυταρχικότερες στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και η διάρθρωση των οικογενειακών σχέσεων ασκεί επίδραση πάνω στη γλωσσική σύνταξη του παιδιού.
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube