Τα πρόωρα μωρά, δηλαδή εκείνα που γεννιούνται πριν την 37η εβδομάδα κύησης, φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αυτοάνοσων νοσημάτων στη μετέπειτα ζωή τους. Νεότερες επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα πρόωρα βρέφη μπορεί να έχουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η κοιλιοκάκη και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Η αυξημένη αυτή ευαισθησία φαίνεται να σχετίζεται με την ανωριμότητα του ανοσοποιητικού συστήματος κατά τη γέννηση. Στα πρόωρα βρέφη, το ανοσοποιητικό δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως, με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτα σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις και διαταραχές της αυτορρύθμισης. Επιπλέον, ο αποχωρισμός από τη μήτρα νωρίτερα από το φυσιολογικό περιορίζει την πλήρη έκθεση σε μητρικά αντισώματα και άλλους προστατευτικούς παράγοντες.
Ένας άλλος παράγοντας κινδύνου είναι οι ιατρικές παρεμβάσεις που συχνά απαιτούνται στις Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών (ΜΕΝΝ), όπως η χορήγηση αντιβιοτικών και άλλων φαρμάκων, που ενδέχεται να επηρεάζουν τη μικροβιακή ισορροπία του οργανισμού και τη σωστή ανάπτυξη του ανοσοποιητικού.
Παρότι δεν νοσούν όλα τα πρόωρα παιδιά από αυτοάνοσα, η πρόληψη και η έγκαιρη παρακολούθηση της υγείας τους είναι κρίσιμη. Ο τακτικός παιδιατρικός έλεγχος, η ενίσχυση της διατροφής με μητρικό γάλα και η περιορισμένη χρήση φαρμάκων όπου δεν είναι απολύτως απαραίτητη, αποτελούν βασικά βήματα για τη στήριξη του ανοσοποιητικού τους.

Η επιστήμη συνεχίζει να ερευνά πώς μπορούν να ελαχιστοποιηθούν αυτοί οι κίνδυνοι, όμως είναι σαφές πως τα πρόωρα βρέφη χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα, όχι μόνο τους πρώτους μήνες ζωής, αλλά και σε βάθος χρόνου.