Κορωνοϊός: Σύμφωνα με τα ευρήματα μίας νέας ανασκόπησης από το Penn State College of Medicine, όσοι νόσησαν από τον ιό αντιμετώπισαν μια σειρά προβλημάτων υγείας. Οι επιπλοκές επηρέασαν τη γενική ευημερία των ασθενών, την κινητικότητά τους ή την οργανική τους λειτουργικότητα. Συνολικά, ένας στους δύο επιζώντες από COVID αντιμετώπισε μακροχρόνιες επιπτώσεις της νόσου. Τα ποσοστά παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό σταθερά από ένα μήνα έως έξι ή περισσότερους μήνες μετά την ασθένεια.
Οι μισοί νοσήσαντες από COVID εμφανίζουν παρατεταμένα συμπτώματα έξι μήνες μετά την ανάρρωση. Περισσότεροι από τους μισούς από τους 236 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με COVID-19 παγκοσμίως από τον Δεκέμβριο του 2019 θα παρουσιάσουν συμπτώματα μετά την νόσο – γνωστά ως «long COVID» – έως και έξι μήνες μετά την ανάρρωσή τους, σύμφωνα με ερευνητές από το Penn State College of Medicine. Η ερευνητική ομάδα είπε ότι οι κυβερνήσεις, οι οργανισμοί υγειονομικής περίθαλψης και οι επαγγελματίες της δημόσιας υγείας πρέπει να προετοιμαστούν για τον μεγάλο αριθμό long COVID περιπτώσεων που θα χρειαστούν φροντίδα για μια ποικιλία ψυχολογικών και σωματικών συμπτωμάτων.
Κατά τη διάρκεια των ασθενειών τους, πολλοί ασθενείς με COVID-19 εμφανίζουν συμπτώματα, όπως κόπωση, δυσκολία στην αναπνοή, πόνο στο στήθος, πόνους στις αρθρώσεις και απώλεια γεύσης ή οσμής. Μέχρι πρόσφατα, λίγες μελέτες αξιολογούσαν την υγεία των ασθενών μετά την ανάρρωσή τους από τον κορωνοϊό. Για την καλύτερη κατανόηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων του ιού στην υγεία, οι ερευνητές εξέτασαν παγκόσμιες μελέτες που αφορούσαν μη εμβολιασμένους ασθενείς που ανάρρωσαν από την COVID-19. Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι ενήλικες, καθώς και τα παιδιά, μπορεί να αντιμετωπίσουν διάφορα προβλήματα υγείας για έξι μήνες ή και περισσότερο μετά την ανάρρωση από την COVID.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια συστηματική ανασκόπηση 57 αναφορών που περιελάμβαναν δεδομένα από 250.351 μη εμβολιασμένους ενήλικες και παιδιά που είχαν διαγνωστεί με COVID-19 από τον Δεκέμβριο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2021. Μεταξύ αυτών που μελετήθηκαν, το 79% νοσηλευόταν και οι περισσότεροι ασθενείς (79%) ζούσαν σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Η διάμεση ηλικία των ασθενών ήταν 54 ετών και η πλειοψηφία των ατόμων (56%) ήταν άνδρες. Οι ερευνητές ανέλυσαν την υγεία των ασθενών μετά την νόσηση εντός τριών διαστημάτων: μετά από ένα μήνα, μετά από δύο έως πέντε μήνες, και έξι ή περισσότερους μήνες μετά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, όσοι νόσησαν από τον ιό αντιμετώπισαν μια σειρά προβλημάτων υγείας. Οι επιπλοκές επηρέασαν τη γενική ευημερία των ασθενών, την κινητικότητά τους ή την οργανική τους λειτουργία. Συνολικά, ένας στους δύο επιζώντες από COVID αντιμετώπισε μακροχρόνιες επιπτώσεις της νόσου. Τα ποσοστά παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό σταθερά από ένα μήνα έως έξι ή περισσότερους μήνες μετά την ασθένεια.
Οι ερευνητές σημείωσαν διάφορες τάσεις μεταξύ των επιζώντων, όπως:
- Γενική ευεξία: Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς ανέφεραν απώλεια βάρους, κόπωση, πυρετό ή πόνο.
- Κινητικότητα: Περίπου ένας στους πέντε επιζώντες παρουσίασε μείωση της κινητικότητας.
- Νευρολογικές ανησυχίες: Σχεδόν ένας στους τέσσερις επιζώντες αντιμετώπισε δυσκολία συγκέντρωσης.
- Διαταραχές ψυχικής υγείας: Σχεδόν ένας στους τρεις ασθενείς διαγνώστηκε με γενικευμένες διαταραχές άγχους.
- Ανωμαλίες στην πνευμονική λειτουργία: Περισσότερο από το ένα τέταρτο των ασθενών είχαν δυσκολία στην αναπνοή.
- Καρδιαγγειακά προβλήματα: Ο πόνος στο στήθος και η ταχυπαλμία ήταν μεταξύ των κοινά αναφερόμενων συμπτωμάτων.
- Δερματικές παθήσεις: Σχεδόν ένας στους πέντε ασθενείς εμφάνισε τριχόπτωση ή εξανθήματα.
- Πεπτικά προβλήματα: Ο στομαχικός πόνος, η έλλειψη όρεξης, η διάρροια και ο έμετος ήταν μεταξύ των κοινά αναφερόμενων προβλημάτων.
“Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν αυτό που πολλοί εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και επιζώντες της COVID-19 ισχυρίζονται, ότι δηλαδή οι δυσμενείς επιπτώσεις του ιού στην υγεία μπορεί να επιμείνουν”, δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής της ανασκόπισης Vernon Chinchilli, πρόεδρος του Τμήματος Επιστημών Δημόσιας Υγείας. “Παρόλο που προηγούμενες μελέτες εξέτασαν τον επιπολασμό των μακροχρόνιων συμπτωμάτων COVID μεταξύ των ασθενών, αυτή η μελέτη εξέτασε έναν μεγαλύτερο πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων σε χώρες υψηλού, μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος και εξέτασε πολλά περισσότερα συμπτώματα. Ως εκ τούτου, πιστεύουμε ότι τα ευρήματά μας είναι αρκετά ισχυρά με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα”.
Η μάχη κάποιου με την COVID δεν τελειώνει με την ανάρρωση από την οξεία λοίμωξη. Ο εμβολιασμός είναι ο καλύτερος σύμμαχός μας για να αποτρέψουμε την ασθένεια και να μειώσουμε την πιθανότητα μακροχρόνιας νόσησης από COVID-19. Οι μηχανισμοί με τους οποίους ο ιός προκαλεί παρατεταμένα συμπτώματα στους επιζώντες δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα συμπτώματα θα μπορούσαν να προκύψουν από υπερένταση του ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό, παρατεταμένη μόλυνση, επανεμφάνιση ή αυξημένη παραγωγή αυτοαντισωμάτων (αντισώματα που κατευθύνονται στους ιστούς). Ο ιός SARS-CoV-2, που προκαλεί την COVID-19, εισέρχεται και ζει στο νευρικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, τα συμπτώματα του νευρικού συστήματος όπως διαταραχές γεύσης ή οσμής, εξασθένηση της μνήμης και μειωμένη προσοχή και συγκέντρωση εμφανίζονται συχνά μεταξύ των ασθενών.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η έγκαιρη παρέμβαση θα είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων που επέζησαν της COVID-19. Τα επόμενα χρόνια, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης πιθανότατα θα δουν εισροή ασθενών με ψυχιατρικά και γνωστικά προβλήματα, όπως κατάθλιψη, άγχος ή διαταραχή μετατραυματικού στρες, οι οποίοι κατά τα άλλα ήταν υγιείς πριν από την νόσηση με COVID-19. Με βάση αυτά τα ευρήματα, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να σχεδιάσουν και να διαθέσουν πόρους ανάλογα, προκειμένου να παρακολουθούν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά αυτές τις καταστάσεις. Η ερευνητική ομάδα σημείωσε ότι οι μακροπρόθεσμες συνθήκες υγείας μπορεί να προκαλέσουν αυξημένη ζήτηση για ιατρική περίθαλψη και θα μπορούσαν να κατακλύσουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, ιδιαίτερα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και συμπλήρωσαν ότι τα ευρήματα της μελέτης θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση θεραπευτικών σχεδίων για τη βελτίωση της φροντίδας των ασθενών με COVID-19 και την καθιέρωση μιας ολοκληρωμένης κλινικής διαχείρισης του φαινομένου.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube