Η σύνδεση μεταξύ του σωματικού βάρους και του καρκίνου του μαστού έχει μελετηθεί εκτενώς τα τελευταία χρόνια. Οι επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους ή η παχυσαρκία, ιδιαίτερα μετά την εμμηνόπαυση, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
Η σχέση αυτή εξηγείται κυρίως μέσω των ορμονικών αλλαγών που προκαλούνται από το αυξημένο σωματικό λίπος. Το λίπος παράγει οιστρογόνα, ορμόνες που έχουν συνδεθεί με την ανάπτυξη και εξέλιξη ορισμένων τύπων καρκίνου του μαστού. Ειδικότερα, η αυξημένη παραγωγή οιστρογόνων από τα λιποκύτταρα μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων στους μαστούς.
Επιπλέον, η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά άλλων μεταβολικών και φλεγμονωδών καταστάσεων που προάγουν την ανάπτυξη του καρκίνου. Αυτές περιλαμβάνουν τη χρόνια φλεγμονή, την αντίσταση στην ινσουλίνη και τη διαταραχή των αυξητικών παραγόντων. Αυτές οι συνθήκες μπορούν να προάγουν τη διαίρεση και την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.
Αντίθετα, οι γυναίκες που διατηρούν ένα υγιές σωματικό βάρος και ακολουθούν μια ισχυρή στρατηγική πρόληψης (με ισορροπημένη διατροφή και άσκηση) μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Η άσκηση βοηθά στη διατήρηση ενός υγιούς βάρους και έχει θετικές επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα, περιορίζοντας τη φλεγμονή και τη διάρκεια έκθεσης σε αυξητικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον καρκίνο.
Επομένως, η διατήρηση ενός υγιούς βάρους είναι κρίσιμης σημασίας για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού.