Το αμνιακό υγρό είναι ένα διαυγές, κίτρινο υγρό το οποίο βρίσκεται εντός των πρώτων 12 ημερών μετά τη σύλληψη μέσα στον αμνιακό σάκο και περιβάλλει την ανάπτυξη του μωρού.
Το αμνιακό υγρό έχει πολλές σημαντικές λειτουργίες και είναι ζωτικής σημασίας για την υγιή ανάπτυξη του εμβρύου. Ωστόσο, εάν η ποσότητα του αμνιακού υγρού μέσα στη μήτρα είναι μικρή ή πολύ μεγάλη, μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές.
Το Κέντρο Γνώσης (Knowledge Center) περιγράφει τις λειτουργίες του αμνιακού υγρού, καθώς επίσης και τι συμβαίνει όταν τα επίπεδα του αμνιακού υγρού είναι είτε πολύ υψηλά είτε πολύ χαμηλά. Η μεγαλύτερη ποσότητά του βρίσκεται την 38η εβδομάδα και φτάνει το ένα λίτρο. Προς το τέλος της εγκυμοσύνης λιγοστεύει.
Ο ρόλος του αμνιακού υγρού
Επιτρέπει την ανάπτυξη του εμβρύου και διευκολύνει τις κινήσεις του.
Προστατεύει το έμβρυο και τον ομφάλιο λώρο από τα χτυπήματα που πιθανόν να υποστεί η μήτρα.
Διατηρεί τη θερμοκρασία του εμβρύου σταθερή.
Κρατάει τη μήτρα και τους υμένες σε απόσταση και εμποδίζει το σχηματισμό συμφύσεων μεταξύ του αμνίου και των μελών του εμβρύου.
Προστατεύει το έμβρυο από ενδομήτριες λοιμώξεις.
Αποτελεί θρεπτικό υλικό για έμβρυο.
Κατά τον τοκετό σχηματίζει το θυλάκιο που βοηθάει την εμπέδωση του εμβρύου και τη διαστολή του τραχήλου.
Μετά τη ρήξη των υμένων δρα σαν λιπαντικό των γεννητικών οργάνων και βοηθάει την έξοδο του κεφαλιού του εμβρύου.
Έχει μεταβολικές, βιολογικές και ανοσοποιητικές ιδιότητες.
Η μη παραγωγή ούρων από το έμβρυο οδηγεί σε ελάττωση του αμνιακού υγρού (ολιγάμνιο), ενώ οι αποφρακτικές καταστάσεις του πεπτικού συστήματος οδηγούν σε υδράμνιο. Ποσότητα αμνιακού υγρού κάτω από 300-400 κ.ε θεωρείται ολιγάμνιο, αφορά στο 5-8% των κυήσεων και σχετίζεται με μεγάλη περιγεννητική θνησιμότητα. Αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε ολιγάμνιο είναι: διαφυγή αμνιακού υγρού από πρόωρη ρήξη των υμένων, υπολειπόμενη ανάπτυξη -μητροπλακουντιακή ανεπάρκεια, ανωμαλίες ουροποιητικού συστήματος στο έμβρυο -συγγενείς ανωμαλίες, σύνδρομο μετάγγισης στα δίδυμα.
Ποσότητα αμνιακού υγρού πάνω από 2000 κ.ε ονομάζεται υδράμνιο, αφορά στο 0,5-1,5 % του συνόλου των κυήσεων, συνοδεύεται από αυξημένη μητρική και νεογνική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Κατηγοριοποιείται στο οξύ υδράμνιο το οποίο εμφανίζεται συνήθως μεταξύ 24ης και 27ης εβδομάδας, έχει γρήγορη εξέλιξη και κακή πρόγνωση και στο χρόνιο υδράμνιο, που είναι συχνότερο έχει αργή εξέλιξη και καλή πρόγνωση. Τα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένη ποσότητα αμνιακού υγρού από την μεριά της εγκύου είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η ουραιμία και η Rhesus ευαισθητοποίηση, ενώ από την μεριά του εμβρύου οι συγγενείς ανωμαλίες του γαστρεντερικού συστήματος, του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) και των πνευμόνων. Στο μεγαλύτερο όμως ποσοστό των περιπτώσεων με υδράμνιο 50-60% δεν αναγνωρίζεται συγκεκριμένη αιτία για αυτό και λέγεται ιδιοπαθές υδράμνιο.
Ο όγκος του αμνιακού υγρού ελέγχεται αξιόπιστα με το υπερηχογράφημα και αφορά την μέτρηση του δείκτη του αμνιακού υγρού που σήμερα αποτελεί την πλέον έγκυρη και την περισσότερο αποδεκτή μέθοδο, γιατί αντανακλά με μεγαλύτερη ακρίβεια τον πραγματικό όγκο του αμνιακού υγρού.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube