Η στέβια είναι ένα θαμνώδες φυτό που φύεται στην Παραγουάη και στη Βραζιλία, με φύλλα που είναι πλούσια σε συστατικά με γλυκιά γεύση, τα οποία με μια διαδικασία εκχύλισης δίνουν ένα φυσικό γλυκαντικό, τους γλυκοζίτες, που αποδίδει 200 φορές πιο γλυκιά γεύση συγκριτικά με τη ζάχαρη. Επίσημα, η πρώτη χρήση της ως γλυκαντική ουσία καταγράφηκε το 1887 από τον ερευνητή Antonio Betoni, αν και λέγεται πως άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ παλιότερα από τη φυλή Ινδιάνων Guarani.
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr η Ελίνα Ασημακοπούλου Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, BSc -Επιστημονική Υπεύθυνη «Λόγω Διατροφής» Καλύβια Αττικής-Γ. Γραμματέας Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας (ΕΛ.Δ.Ε.)
Το Νοέμβριο του 2011 το Διεθνές Συμβούλιο Στέβια (International Stevia Council) δέχτηκε την έγκριση του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτρέψει τη χρήση γλυκοζιτών όπως είναι η στέβια ως μη-θερμιδική, γλυκαντική ουσία στην ευρωπαϊκή αγορά. Από το Δεκέμβριο του 2011 οι καταναλωτές ανά την Ευρώπη μπορούν να χρησιμοποιούν ελεύθερα προϊόντα που περιέχουν στέβια,. Στην Αμερική, ο Αμερικανικός οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων (FDA), καθώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τα Πρόσθετα Τροφίμων (JECFA) είχαν κρίνει ως απολύτως ασφαλή τη χρήση γλυκοζιτών στέβια το 2008, ενώ το 2009 και η Γαλλική αρχή ασφάλειας τροφίμων ενέκρινε τη χρήση της στέβια σε αυτή τη χώρα.
Η φυσική προέλευση της στέβια οδήγησε στην υπεροχή της στην αγορά των γλυκαντικών με άμεσο αποτέλεσμα τη χρήση της σε πολλές χώρες όπως η Κίνα, Η Ιαπωνία, η Βραζιλία, το Ταϊβάν, η Μαλαισία, ΗΠΑ.
Και στην Ελλάδα τα πράγματα δεν θα μπορούσα να είναι διαφορετικά. Η στέβια έγινε πολύ γρήγορα γνωστή και αρεστή σε υψηλό ποσοστό του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, αρκετές εγχώριες εταιρείες έχουν χρησιμοποιήσει τη στέβια ως συστατικό σε πολλά τρόφιμα όπως: ροφήματα, αναψυκτικά, σοκολάτες και επιδόρπια.
Η αντικατάσταση της κοινής ζάχαρης με στέβια στη βιομηχανία τροφίμων είναι ιδιαίτερα σημαντική εφόσον βελτίωσε σημαντικά το θερμιδικό περιεχόμενο αγαπημένων τροφών, όπως τα γλυκά.
Συγκρίνοντας τα αριθμητικά δεδομένα 100γρ ενός επιδορπίου με ζάχαρη και 100γρ του αντίστοιχου με στέβια δίνουν λιγότερες θερμίδες, υδατάνθρακες και σάκχαρα, γεγονός που καθιστά ένα τέτοιο γλυκό καταλληλότερο να ενσωματωθεί σε μια διατροφή για απώλεια βάρους. Επιπρόσθετα, η χρήση στέβια στην παρασκευή γλυκών συμβάλλει στην καλύτερη στοματική υγιεινή, αφού σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, οι γλυκοζίτες του φυτού στέβια δεν είναι ζυμώσιμοι όπως η ζάχαρη και δεν προκαλούν τερηδόνα στα δόντια.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα της κατανάλωσης των επιδορπίων με στέβια είναι ότι διατηρούν τη γεύση των κλασικών γλυκών και αποτελούν ιδανική λύση για μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ο οποίος προσπαθεί να μειώσει την κατανάλωση ζάχαρης στη διατροφή του, αλλά δεν θέλει να χρησιμοποιεί τεχνητά γλυκαντικά, ενώ ταυτόχρονα επωφελείται και από τις ευρύτερες ευεργετικές δράσεις της στέβια.
Επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι η στέβια ρυθμίζει αποτελεσματικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα διεγείροντας την έκκριση ινσουλίνης και ομαλοποιώντας την αντίδραση στη γλυκόζη. Επίσης, λόγω των αγγειοδιασταλτικών ιδιοτήτων της μπορεί να λειτουργήσει ευνοϊκά στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης. Τέλος, έχει επικουρική δράση στο αδυνάτισμα αφού πέραν του μηδενικού της θερμιδικού περιεχόμενου και γλυκαιμικού δείκτη, η στέβια, όπως δείχνουν κάποιες έρευνες, αναστέλλει την επιθυμία για υπερκατανάλωση τροφής.
Συμπερασματικά, η ένταξη στην καθημερινή διατροφή του γλυκαντικού στέβια και τροφίμων που την εμπεριέχουν, μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του βάρους, στη διατήρηση του σακχάρου σε φυσιολογικά επίπεδα και στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube