Καταρχάς, το κοτόπουλο, όπως και άλλα είδη κρέατος, περιέχει κορεσμένα λιπαρά. Αν και το κοτόπουλο είναι γενικά χαμηλότερο σε λιπαρά σε σύγκριση με το κόκκινο κρέας, μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης αν καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες, ιδίως αν περιλαμβάνει δέρμα. Η υπερβολική κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιοαγγειακών παθήσεων.
Επιπλέον, σημαντικό είναι να εξετάσουμε τη διατροφή των ζώων. Πολλά κοτόπουλα που εκτρέφονται βιομηχανικά τρέφονται με σιτηρά και πρόσθετα που περιέχουν αντιβιοτικά και ορμόνες. Αυτές οι ουσίες μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα του κρέατος και, εν τέλει, την υγεία των καταναλωτών. Το κόκκινο κρέας από ζώα που εκτρέφονται ανόθευτα μπορεί να προσφέρει καλύτερα θρεπτικά στοιχεία.
Ένας άλλος παράγοντας είναι η ποικιλία στη διατροφή. Η υπερβολική κατανάλωση ενός μόνο τύπου κρέατος μπορεί να οδηγήσει σε διατροφική ανισορροπία. Το κόκκινο κρέας είναι πλούσιο σε σίδηρο, ψευδάργυρο και βιταμίνες του συμπλέγματος B, οι οποίες είναι σημαντικές για την παραγωγή ενέργειας, τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και την υγεία του αίματος. Η ποικιλία είναι ζωτικής σημασίας για μια ισορροπημένη διατροφή και η συμπερίληψη και άλλων πηγών πρωτεΐνης, όπως ψάρι, όσπρια και ξηροί καρποί, μπορεί να προσφέρει οφέλη για την υγεία.
Τέλος, η περιβαλλοντική διάσταση δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η βιομηχανία κοτόπουλου έχει σημαντικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, από εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως την κατανάλωση νερού και γης. Η εναλλαγή μεταξύ κρέατος διαφορετικών τύπων μπορεί να μειώσει τον οικολογικό αποτύπωμα και να συμβάλει σε μια πιο βιώσιμη διατροφή.
Συνοπτικά, αν και το κοτόπουλο έχει τα δικά του πλεονεκτήματα, η υπερβολική κατανάλωσή του δεν είναι η ιδανική επιλογή. Η παρακολούθηση της ποικιλίας στη διατροφή και η προτίμηση σε υγιεινές πηγές κρέατος είναι απαραίτητες για μια ισορροπημένη και υγιή ζωή.