Η σύνδεση μεταξύ των αυτοάνοσων νοσημάτων και της υγείας του εντέρου έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια ως ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς έρευνας στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Το έντερο δεν είναι απλώς υπεύθυνο για την πέψη – φιλοξενεί περίπου το 70% των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και επηρεάζει άμεσα τη ρύθμιση της ανοσοαπόκρισης.

Στο επίκεντρο αυτής της σχέσης βρίσκεται το εντερικό μικροβίωμα, δηλαδή τα δισεκατομμύρια μικροοργανισμών που ζουν στον πεπτικό σωλήνα. Ένα ισορροπημένο μικροβίωμα συμβάλλει στην καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού, ενώ μια δυσβίωση (ανισορροπία των βακτηρίων) έχει συνδεθεί με την εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων όπως η κοιλιοκάκη, η νόσος του Crohn, ο λύκος, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας είναι η διαπερατότητα του εντέρου (“leaky gut”). Όταν το εντερικό τοίχωμα εξασθενεί, επιτρέπει σε ανεπιθύμητες ουσίες όπως τοξίνες ή αχώνευτα σωματίδια τροφής να περάσουν στην κυκλοφορία του αίματος, ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτή η υπερδιέγερση μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη αυτοάνοσων καταστάσεων.
Η διατροφή παίζει κρίσιμο ρόλο στην υγεία του εντέρου. Τροφές πλούσιες σε προβιοτικά (π.χ. γιαούρτι, κεφίρ) και πρεβιοτικά (π.χ. φυτικές ίνες) ενισχύουν τη μικροβιακή ισορροπία. Η αποφυγή επεξεργασμένων τροφών, υπερβολικής ζάχαρης και αντιβιοτικών χωρίς λόγο είναι επίσης σημαντική.

Η φροντίδα του εντέρου δεν βελτιώνει μόνο την πέψη, αλλά μπορεί να συμβάλει στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού και στην πρόληψη ή μείωση των συμπτωμάτων αυτοάνοσων παθήσεων.