Οι ασθενείς με σύνδρομο Sézary συχνά παρουσιάζουν συμπτώματα που περιλαμβάνουν ερυθρότητα και απολέπιση του δέρματος, κνησμό και διάχυτη δερματική βλάβη. Στις περιπτώσεις που είναι πιο προχωρημένες, μπορεί να παρατηρηθούν και συστηματικές επιπλοκές, όπως διόγκωση των λεμφαδένων και συμπτώματα από τα εσωτερικά όργανα.
Η διάγνωση του συνδρόμου Sézary βασίζεται σε συνδυασμό κλινικών ευρημάτων, εργαστηριακών εξετάσεων και βιοψιών δέρματος. Σημαντικός παράγοντας είναι η ανίχνευση των καρκινικών T-κυττάρων στο αίμα. Η θεραπεία συχνά περιλαμβάνει πλάσμαφαίρεση για να μειωθεί ο αριθμός των καρκινικών κυττάρων, καθώς και χημειοθεραπεία ή βιολογικές θεραπείες όπως οι αναστολείς του PD-1 ή οι στοχευμένες θεραπείες.
Αν και η θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική για την αναστολή της εξέλιξης της νόσου, οι ασθενείς με σύνδρομο Sézary συνήθως απαιτούν μακροχρόνια παρακολούθηση και θεραπευτική στρατηγική, καθώς η ασθένεια μπορεί να επαναληφθεί.
Η πρόγνωση για τους ασθενείς με σύνδρομο Sézary ποικίλλει. Η νόσος είναι συχνά πιο σοβαρή από άλλες μορφές λεμφώματος του δέρματος, όπως η μυκητιασική νόσος, και οι ασθενείς μπορεί να έχουν μειωμένο προσδόκιμο ζωής αν δεν υπάρξει έγκαιρη και κατάλληλη παρέμβαση.
Είναι σημαντικό για τους ασθενείς που υποπτεύονται ότι μπορεί να έχουν σύνδρομο Sézary να συμβουλευτούν έναν εξειδικευμένο δερματολόγο ή ογκολόγο για να προχωρήσουν σε αξιολόγηση και κατάρτιση στρατηγικής θεραπείας. Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι κρίσιμες για την καλύτερη διαχείριση της νόσου και την ποιότητα ζωής του ασθενούς.