Μια πρόσφατη μελέτη επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένες περιοχές του ανθρώπινου γονιδιώματος που θα μπορούσαν να συνδεθούν με την παχυσαρκία και την απώλεια βάρους. Οι ερευνητές έχουν ταυτοποιήσει αρκετά γονίδια που σχετίζονται με το μεταβολισμό, την αποθήκευση λίπους και την ικανότητα του σώματος να χρησιμοποιεί ενέργεια. Ορισμένα από αυτά τα γονίδια φέρεται ότι επηρεάζουν την όρεξη, την ικανότητα βιολογικών διαδικασιών και ακόμα και την ψυχολογία του ατόμου σε σχέση με το φαγητό.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα είναι ότι ορισμένα από αυτά τα γονίδια φαίνεται να επηρεάζουν τη σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου, το οποίο έχει αποδειχθεί ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του βάρους. Ορισμένες ποικιλίες στο μικροβίωμα μπορεί να διευκολύνουν την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών ή να επηρεάζουν τη διαδικασία της καύσης θερμίδων, γεγονός που καθιστά ορισμένα άτομα πιο επιρρεπή στην παχυσαρκία.
Η κατανόηση των “skinny genes” δεν σημαίνει ότι η απώλεια βάρους είναι αποκλειστικά θέμα γενετικής. Η διατροφή, η φυσική δραστηριότητα και ο τρόπος ζωής παραμένουν εξαιρετικά σημαντικοί παράγοντες. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτών των γονιδίων ίσως δώσει μια νέα προοπτική στη θεραπεία της παχυσαρκίας και στην ανάπτυξη εξατομικευμένων προγραμμάτων απώλειας βάρους.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι η επιστήμη της γενετικής συνεχίζει να εξελίσσεται και ότι οι μελλοντικές έρευνες θα μπορούσαν να αποκαλύψουν νέους μηχανισμούς που επηρεάζουν την ικανότητα του σώματος να χάνει βάρος. Σε τούτη τη νέα εποχή της γενετικής έρευνας, η κατανόηση της σχέσης μεταξύ γονιδίων και βάρους μπορεί τελικά να οδηγήσει σε πιο καινοτόμες και αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης της παχυσαρκίας, προσφέροντας ελπίδα σε εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.