Η παχυσαρκία και ο διαβήτης τύπου 2 έχουν φτάσει σε επίπεδα επιδημίας. Το να ακολουθεί κανείς μια δυτική διατροφή, υψηλή σε επεξεργασμένα τρόφιμα, ζάχαρη και λίπος, είναι ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για την παχυσαρκία και τον διαβήτη τύπου 2. Αν προσέχετε το βάρος σας, σίγουρα γνωρίζετε ότι πρέπει να αποφεύγετε τα ζαχαρούχα και λιπαρά τρόφιμα. Αλλά τι γίνεται με τα συντηρητικά;
Eρευνητές από το Harvard T.H. Chan School of Public Health στη Βοστώνη, μαζί με συναδέλφους από το Ιατρικό Κέντρο Sheba, στο Ισραήλ και άλλους, έκαναν μια εκπληκτική ανακάλυψη όταν μελέτησαν τις επιδράσεις του προπιονικού σε ποντίκια και ανθρώπους. Η ομάδα δημοσίευσε πρόσφατα τα ευρήματά της στο περιοδικό Science Translational Medicine. Ο Δρ Amir Tirosh, αναπληρωτής καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Tel-Aviv και διευθυντής του Ινστιτούτου Ενδοκρινολογίας στο Ιατρικό Κέντρο της Sheba, δήλωσε πως αρχικά είχε ξεκινήσει να μελετά τις δράσεις της FABP4, μιας πρωτεΐνης που δεσμεύει τα λιπαρά, η οποία οι ερευνητές θεωρούν ότι παίζει ρόλο στο μεταβολισμό της ζάχαρης και του λίπους. “Παρεμπιπτόντως συναντήσαμε ένα παλιό επιστημονικό έγγραφο από το 1912 που αποδεικνύει ότι η χορήγηση προπιονικού οξέος σε σκύλους είχε ως αποτέλεσμα αυξημένη παραγωγή γλυκόζης”, εξήγησε.
Για να μελετήσει τη σύνδεση μεταξύ του προπιονικού και της FABP4, ο Δρ Tirosh και η ομάδα έδωσαν σε υγιείς, μη παχύσαρκους ποντικούς μια δόση του συντηρητικού. Όπως και στα σκυλιά, η ομάδα διαπίστωσε ότι τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξήθηκαν. Το ερώτημα είναι: με ποιο τρόπο λειτουργεί το προπιονικό και φέρνει αυτό το αποτέλεσμα; Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ενεργοποίησε το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, μετά από μέτρηση των επιπέδων της νορεπινεφρίνης, και αύξησε τα επίπεδα των ορμονών της γλυκαγόνης και της FABP4. Αυτό ώθησε το ήπαρ να παράγει υψηλά επίπεδα γλυκόζης, κάτι που με τη σειρά του οδήγησε σε υψηλά επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα. “Κανονικά, αυτές οι ορμόνες δρουν κατά τη διάρκεια της νηστείας για να προστατεύσουν από μια επικίνδυνη πτώση της γλυκόζης του αίματος”, εξήγησε ο Δρ Tirosh. “Σε αυτή την περίπτωση, εμπλέκονται χωρίς μια τέτοια απειλή και αυξάνουν τη γλυκόζη αίματος”.
Οι ποντικοί στη συνέχεια έλαβαν χαμηλή δόση προπιονικού στη διατροφή τους για αρκετές εβδομάδες, αντίστοιχη με το πόσο θα έτρωγε ένα άτομο που ακολουθεί δυτική διατροφή. Τα ποντίκια ανέπτυξαν υψηλότερα επίπεδα γλυκαγόνης και FABP4, υψηλά επίπεδα ινσουλίνης αίματος και αντοχή στην ινσουλίνη – χαρακτηριστικό του διαβήτη τύπου 2. Πάχυναν επίσης περισσότερο, με σημαντική αύξηση της λιπώδους μάζας, σε σύγκριση με τα ποντίκια που τρέφονται με την πρότυπη δίαιτα. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη έφαγαν ένα γεύμα που περιείχε 500 θερμίδες συμπληρωμένο με προπιονικό άλας με τη μορφή 1 γραμμαρίου προπιονικού ασβεστίου ή εικονικού φαρμάκου. “Αυτή η δόση προπιονικού οξέος είναι ισοδύναμη με την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη ποσότητα στην οποία εκτίθενται οι άνθρωποι όταν καταναλώνουν ένα μόνο επεξεργασμένο γεύμα”, εξηγούν οι συγγραφείς της μελέτης.
Μετά από δύο εβδομάδες, οι ίδιοι συμμετέχοντες επέστρεψαν και οι ομάδες άλλαξαν, δηλαδή οι εθελοντές που ήταν στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου κατά την πρώτη επίσκεψη έφαγαν το γεύμα που περιείχε προπιονικό κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψης. Όπως και με τα ποντίκια, παρουσίασαν αιχμές νορεπινεφρίνης, γλυκαγόνης και FABP4, αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα και μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη. «Παρατηρήσαμε με μεγάλη έκπληξη ότι ακόμα και όταν δόθηκε μικρή ποσότητα προπιονικού σε ανθρώπους, αυτό είχε σημαντικές επιδράσεις στο συστηματικό επίπεδο βασικών ορμονών όπως στην FABP4″, σχολίασε ο Dr. Tirosh.
Τέλος, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε τα δεδομένα από 160 συμμετέχοντες στην δοκιμή Dietary Intervention Randomized Controlled Trial για να διαπιστώσει εάν υπάρχει συσχετισμός των επιπέδων του προπιονικού και της απώλειας βάρους. Στην αρχή της μελέτης, η ομάδα βρήκε μια σύνδεση μεταξύ των επιπέδων του προπιονικού και της αντίστασης στην ινσουλίνη. Μετά από 6 μήνες, χαμηλότερα επίπεδα προπιονικού έδειξαν μια συσχέτιση με πιο σημαντικές βελτιώσεις στην ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Ο Δρ Tirosh αναγνωρίζει ότι υπήρξαν περιορισμοί στην έρευνα καθώς και ότι η ομάδα δεν μελέτησε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρόνιας, χαμηλού επιπέδου προπιονικής έκθεσης στους ανθρώπους. “Βλέπουμε τα ευρήματά μας ως ένα κομμάτι του παζλ”, εξήγησε ο δρ Tirosh. Εν τω μεταξύ, οι ερευνητικές προσπάθειες των επιστημόνων συνεχίζονται, με έμφαση στο πώς τα συντηρητικά, τα τεχνητά γλυκαντικά και άλλα φυσικά συστατικά μπορεί να επηρεάσουν το μεταβολισμό μας.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube