Ακόμα και όταν τρώμε μόνοι μας, η επιλογή τροφίμων επηρεάζεται από τους κοινωνικούς παράγοντες. Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι τρώμε περισσότερο όταν είμαστε με τους φίλους και την οικογένειά μας από ότι όταν τρώμε μόνοι. Επιπρόσθετα, όσο πιο συχνά πηγαίνουμε για φαγητό με άλλα άτομα τόσο περισσότερο αυξάνεται και η ποσότητα φαγητού που καταναλώνουμε.
Απαντήσεις δίνει στο www.Life2day.gr η Γεωργία Καπώλη, MSc -Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος-Επιστημονική Διευθύντρια ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ – ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, Νεμέα Κορινθίας-Αντιπρόεδρος Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας .
Η σχέση μεταξύ της χαμηλής κοινωνικοοικονομικής θέσης και των διατροφικών συνηθειών είναι περίπλοκη και επηρεάζεται από το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, το περιβάλλον, τα κοινωνικά και κοινοτικά δίκτυα, τον ατομικό τρόπο ζωής.
Πολλές μελέτες που έχουν διεξαχθεί σε διάφορους πληθυσμούς δείχνουν ότι υπάρχουν σαφείς διαφορές στις κοινωνικές τάξεις όσον αφορά την επιλογή τροφίμων και τα επίπεδα πρόσληψης θρεπτικών συστατικών. Ιδιαίτερα, οι χαμηλού εισοδήματος ομάδες, έχουν μια μεγαλύτερη τάση η διατροφή τους να μην είναι ισορροπημένη και να εμφανίζουν χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών.
Αυτό οδηγεί αφενός μεν στον υποσιτισμό (ανεπαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών) αφετέρου δε στην ενεργειακή υπερκατανάλωση, δηλαδή στην αυξημένη πρόσληψη θερμίδων. Κατά συνέπεια, άτομα χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης είναι συχνότερα υπέρβαρα ή παχύσαρκα συγκριτικά με άτομα που έχουν καλύτερη οικονομική κατάσταση. Το επίπεδο αύξησης σωματικού βάρους εξαρτάται ανάλογα με την ομάδα ηλικίας, το γένος και το επίπεδο στέρησης θρεπτικών συστατικών. Επιπρόσθετα, τα άτομα χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης αναπτύσσουν συχνότερα χρόνιες παθήσεις και μάλιστα σε πιο νεαρή ηλικία έναντι των υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών ομάδων, που χαρακτηρίζονται από καλύτερο μορφωτικό και επαγγελματικό επίπεδο.
Οι κυριότεροι ανασταλτικοί παράγοντες που εμποδίζουν τις χαμηλού εισοδήματος ομάδες δυσκολεύονται να επιτύχουν μια ισορροπημένη υγιεινή διατροφή περιλαμβάνουν το κόστος, τη δυνατότητα πρόσβασης και τη γνώση των τροφίμων που ωφελούν ή βλάπτουν.
Η επιλογή τροφίμων πλούσιων σε θερμίδες και φτωχών σε θρεπτικά συστατικά οφείλεται στο ότι το κόστος τους είναι συχνά χαμηλότερο από εκείνο των πιο θρεπτικών τροφίμων. Επιπλέον, η έλλειψη κατάλληλων και ασφαλών συνθηκών συντήρησης και προετοιμασίας των φαγητών αυξάνει τις περιπτώσεις κατανάλωσης έτοιμου φαγητού, το οποίο έχει συνήθως και υψηλότερο θερμιδικό περιεχόμενο. Τέλος, η έλλειψη ενημέρωσης των ομάδων χαμηλού εισοδήματος για τη διατροφή και την υγεία, η έλλειψη κινήτρου και η απώλεια δεξιοτήτων υγιεινού μαγειρέματος μπορούν να εμποδίσουν την αγορά και προετοιμασία ισορροπημένων θρεπτικά γευμάτων.
Το επίπεδο μόρφωσης και το εισόδημα καθορίζουν τις διατροφικές επιλογές και συμπεριφορές, που μπορούν τελικά να οδηγήσουν στις διατροφικά συσχετιζόμενες ασθένειες.
Συνεπώς, η συχνή εμφάνιση των διατροφικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος υπογραμμίζει την ανάγκη για μια διεπιστημονική προσέγγιση στη στοχοθέτηση των κοινωνικών αναγκών και στη βελτίωση των ανισοτήτων σε ότι σχετίζεται με τη συνολική βελτίωση των επιπέδων υγείας το ευρύτερου πληθυσμού.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube