Αρχικά, η παραμονή σε μεγάλο υψόμετρο κατά τη διάρκεια της πτήσης επηρεάζει την πίεση του αέρα. Τα αεροσκάφη πετούν συνήθως σε υψόμετρα μεταξύ 30.000 και 40.000 ποδιών, όπου η ατμοσφαιρική πίεση είναι σημαντικά χαμηλότερη από αυτήν στο έδαφος. Αυτή η μείωση της πίεσης μπορεί να προκαλέσει δυσφορία, κυρίως στα αυτιά και τους κόλπους, λόγω της αδυναμίας του οργανισμού να ισοσταθμίσει την πίεση γρήγορα. Ορισμένα άτομα μπορεί να αισθανθούν πόνο ή και ζάλη, αν δεν έχουν εφαρμόσει κατάλληλες τεχνικές ισοστάθμισης, όπως το “άνοιγμα” του στόματος ή το μάσημα τσίχλας.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την υγεία κατά την πτήση είναι η αφυδάτωση. Ο αέρας εντός του αεροσκάφους είναι συχνά πολύ ξηρός, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση, ιδιαίτερα αν η πτήση είναι αργή και διαρκεί πολλές ώρες. Συνιστάται να πίνουμε άφθονο νερό κατά τη διάρκεια της πτήσης και να αποφεύγουμε την καφεΐνη και το αλκοόλ, που επιδεινώνουν την αφυδάτωση.
Επιπλέον, οι πτήσεις μεγάλων αποστάσεων μπορεί να προκαλέσουν και προβλήματα κυκλοφορίας. Η παρατεταμένη καθιστική θέση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του κινδύνου για θρόμβους αίματος, ιδίως στα κάτω άκρα. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να κάνουμε τακτικά μικρές κινήσεις και ασκήσεις, όπως να τεντώνουμε τα πόδια μας ή να κάνουμε βόλτες στους διαδρόμους του αεροσκάφους.
Πέρα από τις φυσικές επιπτώσεις, οι πτήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν και ψυχολογικές επιδράσεις. Οι αλλαγές ώρας και η φυλετική ώρα μπορεί να οδηγούν σε “jet lag”, που αφορά σε δυσφορία και εξάντληση. Οι επιβάτες μπορεί να δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη νέα ώρα και να νιώθουν κουρασμένοι και υπό πίεση.
Συνολικά, ενώ οι πτήσεις είναι μια πρακτική και γρήγορη μορφή μεταφοράς, είναι σημαντικό να είμαστε προετοιμασμένοι για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στον οργανισμό μας. Με τη λήψη κατάλληλων προφυλάξεων και την υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε τις αρνητικές συνέπειες και να απολαύσουμε μια ευχάριστη εμπειρία.