Οι δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες περιορίζουν την πρόσληψη τροφών πλούσιων σε υδατάνθρακες, όπως ψωμί, ζυμαρικά και ζάχαρη, και συχνά προάγουν την κατανάλωση πρωτεϊνών και λιπαρών. Ορισμένες μελέτες έχουν υποδείξει ότι η υψηλή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και επεξεργασμένων κρεάτων, που συχνά ενθαρρύνονται σε τέτοιες δίαιτες, μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου. Η επεξεργασία κρέατος έχει συσχετιστεί με καρκινογόνες ουσίες, που μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.
Αντίθετα, οι δίαιτες που περιλαμβάνουν υψηλές ποσότητες φυτικών τροφών, όπως φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης, έχουν συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου. Αυτές οι τροφές είναι πλούσιες σε φυτικές ίνες, οι οποίες προάγουν τη σωστή λειτουργία του εντέρου και μειώνουν τη φλεγμονή.
Επιπλέον, οι δίαιτες , οι χαμηλές σε υδατάνθρακες μπορεί να επηρεάσουν τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου. Η διατροφή επηρεάζει την ποικιλία και τη σύνθεση των μικροβίων στο έντερο, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην υγεία του εντέρου και στη γενικότερη υγεία. Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι οι δίαιτες πλούσιες σε φυτικές ίνες μπορεί να προάγουν την ανάπτυξη ευεργετικών βακτηρίων, ενώ οι δίαιτες πλούσιες σε λιπαρά και χαμηλές σε υδατάνθρακες μπορεί να ευνοούν την ανάπτυξη επιβλαβών βακτηρίων.

Εν τέλει, η σχέση μεταξύ των διαιτών χαμηλών σε υδατάνθρακες και του καρκίνου του παχέος εντέρου δεν είναι πλήρως κατανοητή και απαιτεί περαιτέρω έρευνες. Οι διατροφικές προσεγγίσεις πρέπει να είναι ισορροπημένες και να περιλαμβάνουν ποικιλία τροφών, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και να μειώνεται ο κίνδυνος ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου. Η συνεννόηση με ιατρούς και διατροφολόγους είναι απαραίτητη για την επιλογή της κατάλληλης διατροφικής στρατηγικής.