Το λίπος του μυελού των οστών είναι μια μοναδική αποθήκη λίπους που μπορεί να ρυθμίσει τον μεταβολισμό των οστών. Το λίπος του μυελού αυξάνεται σε καταστάσεις χαμηλής οστικής μάζας, πολύ χαμηλού σωματικού βάρους και διαβήτη. Ωστόσο, οι διαχρονικές επιδράσεις της απώλειας βάρους και της βελτιωμένης ομοιόστασης της γλυκόζης στο λίπος του μυελού είναι ασαφείς, όπως και η σχέση μεταξύ αλλαγών της πυκνότητας του λίπους του μυελού και της οστικής πυκνότητας (BMD).
Σε μια μελέτη παχύσαρκων γυναικών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης, η αύξηση στο λίπος του μυελού των οστών συσχετίστηκε με μεγαλύτερη μείωση της BMD. Επιπλέον, στις διαβητικές γυναίκες που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, η βελτίωση στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα συσχετίστηκε με μειωμένο λίπος μυελού.
Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, υπέθεσαν ότι μετά από χειρουργική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης Roux-en-Y (RYGB), οι μεταβολές του σωματικού λίπους του μυελού θα σχετίζονται με την απώλεια της BMD. Μελέτησαν 30 παχύσαρκες γυναίκες, με στρωματοποιημένη βαρύτητα διαβήτη. Πριν και 6 μήνες μετά την RYGB, μέτρησαν την BMD με απορροφησιομετρία ακτίνων Χ διπλής ενέργειας (DXA) και ποσοτική υπολογιστική τομογραφία (QCT) και την περιεκτικότητα σε λίπος του σπονδυλικού μυελού με φασματοσκοπία μαγνητικού συντονισμού. Κατά την έναρξη της μελέτης, όσες είχαν υψηλότερο λίπος μυελού είχαν χαμηλότερη BMD. Μετεγχειρητικά το συνολικό σωματικό λίπος μειώθηκε δραματικά σε όλες τις συμμετέχουσες. Η επίδραση της RYGB στο λίπος του μυελού διέφερε ανάλογα με τον διαβήτη ( p = 0,03). Οι μη διαβητικές γυναίκες δεν εμφάνισαν σημαντική σημαντική μεταβολή στο λίπος του μυελού (+ 1,8%, 95% διάστημα εμπιστοσύνης [CI] -1,8% έως + 5,4%, p = 0,29), αν και σε όσες έχασαν περισσότερο συνολικό σωματικό λίπος αυξήθηκε (r = -0,70, p = 0,01).
Αντίθετα, οι διαβητικές γυναίκες έδειξαν μια μέση μεταβολή του σωματικού βάρους του μυελού κατά -6,5% (95% CI -13,1% έως 0%, p = 0,05). Συνολικά, τα άτομα με μεγαλύτερη βελτίωση στην αιμοσφαιρίνη A1c είχαν μείωση στο λίπος μυελού ( r = 0,50, p = 0,01). Αύξηση στον IGF-1, έναν πιθανό διαμεσολαβητή της σχέσης λίπους-οστού μυελού, σχετίσθηκε με μείωση στο λίπος μυελού ( R = -0,40, p = 0,05). Η ογκομετρική BMD της σπονδυλικής στήλης μειώθηκε κατά 6,4% ± 5,9% ( p <0,01) και η BMD του αυχένα του μηριαίου μειώθηκε κατά 4,3% ± 4,1% ( p <0,01). Οι μεταβολές του λίπους του μυελού και της BMD συσχετίστηκαν αρνητικά, έτσι ώστε εκείνες με αυξημένο λίπος μυελού είχαν περισσότερη απώλεια BMD τόσο στη σπονδυλική στήλη ( r = -0,58, p <0,01) όσο και στον αυχένα του μηριαίου ( r = -0,49, p = 0,01) ανεξάρτητα από ηλικία και εμμηνόπαυση.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο μεταβολισμός του σακχάρου στο αίμα και η απώλεια βάρους μπορεί να επηρεάσουν το λίπος του μυελού, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να επηρεάσει την υγεία των οστών. «Αυτή η διαχρονική μελέτη προσθέτει στοιχεία ότι το λίπος μυελού είναι ένα μοναδικό αποθεματικό λίπους που μπορεί να επηρεάσει τα οστά. Η καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας του λίπους του μυελού των οστών θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατηγικές που στοχεύουν στην πρόληψη και θεραπεία της οστεοπόρωσης και των σκελετικών επιπλοκών της βαριατρικής χειρουργικής» δήλωσε η Δρ Tiffany Kim, κύρια συντάκτης της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Journal of Bone and Mineral Research .