Ο ιός του έρπητα ζωστήρα-ανεμοβλογιάς (VZV) διαθέτει μια πρωτεΐνη η οποία θα μπορούσε να ενισχύσει την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τα λευκά αιμοσφαίρια για να εξαπλώνεται σε όλο το σώμα, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο PLoS Pathogens.
Τα ευρήματα, που παρουσιάστηκαν από τον Víctor González-Motos της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου στο Ανόβερο, Γερμανία, και τους συνεργάτες του, μπορεί να παρέχουν μία νέα εικόνα του ελάχιστα κατανοητού μηχανισμού με τον οποίο ο VZV εξαπλώνεται μετά την αρχική λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος .
Ο VZV προκαλεί ανεμοβλογιά στα παιδιά και ενεργοποιείται αργότερα στη ζωή προκαλώντας έρπητα ζωστήρα. Ο έρπητας ζωστήρας εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες, αλλά η επίπτωσή του είναι υψηλότερη (5–10 περιπτώσεις ανά 1.000 άτομα) από την έκτη δεκαετία της ζωής και μετά. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι στις Η.Π.Α. εμφανίζονται 1,2 εκατομμύριο περιπτώσεις κάθε έτος. Μετά από λοίμωξη του αναπνευστικού, ο ιός χρησιμοποιεί τα λευκά αιμοσφαίρια, για να εξαπλωθεί στο σώμα – συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, για να προκαλέσει ανεμοβλογιά.
Για την καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας αυτής, οι ερευνητές διερεύνησαν κατά πόσο ο VZV επηρεάζει την λειτουργία των χημειοκινών, των μικρών πρωτεϊνών του ανοσοποιητικού συστήματος που προσελκύουν τα λευκά αιμοσφαίρια σε θέσεις όπου έχει συμβεί μόλυνση και καθοδηγεί την κίνησή τους μέσα στο σώμα.
Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε μια πρωτεΐνη του VZV, την γλυκοπρωτεΐνη C, που είναι ήδη γνωστό από προηγούμενες μελέτες ότι μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον κύκλο της μόλυνσης. Στο εργαστήριο, έκαναν πειράματα χημειοταξίας και διαπίστωσαν ότι η προσθήκη γλυκοπρωτεΐνης C ενισχύει την ικανότητα των χημειοκινών να προσελκύσουν λευκά αιμοσφαίρια, συμπεριλαμβανομένων των λευκών αιμοσφαιρίων από τις αμυγδαλές, οι οποίες αποτελούν μείζονα στόχο του VZV κατά την αρχική μόλυνση.
Περαιτέρω πειράματα αποκάλυψαν τις μοριακές λεπτομέρειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ γλυκοπρωτεΐνης C και χημειοκινών. Οι ερευνητές έδειξαν επίσης ότι ιικά σωματίδια VZV που είχαν τροποποιηθεί γενετικά ώστε να απομακρυνθεί η γλυκοπρωτεΐνη C είχαν μειωμένη ικανότητα να ενισχύσουν την έλξη των λευκών αιμοσφαιρίων από τις χημειοκίνες, υποδεικνύοντας τη σημασία της γλυκοπρωτεΐνης C για τη διαδικασία αυτή.
Συνολικά, αυτά τα αποτελέσματα προτείνουν ότι η γλυκοπρωτεΐνη C μπορεί να αλληλεπιδράσει με χημειοκίνες για να προσελκύσει περισσότερα λευκά αιμοσφαίρια στη θέση της μόλυνσης του VZV, όπου ο ιός μπορεί να εφιππεύσει τα λευκά αιμοσφαίρια ώστε να εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να διερευνηθεί κατά πόσο αυτή η υπόθεση ισχύει σε ανθρώπινους ιστούς.