Η υποθερμία αποτελεί το μόνο ισχύον πρότυπο φροντίδας και νευροπροστασίας για περίπου το 50% των νεογνών με μέτρια έως σοβαρή υποξυγοναιμική ισχαιμία. Ως εκ τούτου, το ήμισυ όλων των επηρεαζόμενων νεογέννητων καταλήγουν με αναπτυξιακές, γνωστικές και κινητικές υστερήσεις συμπεριλαμβανομένης της εγκεφαλικής παράλυσης μετά τραυματική βλάβη. Σαφώς χρειάζονται νεότερες θεραπείες για να χορηγούνται σε συνδυασμό με την υποθερμία για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων.
Σε προκλινικές μελέτες, η υποθερμία και η αντι-οξειδωτική αγωγή με Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC) είχαν νευροπροστατευτική δράση μετά από νεογνική υποξυγοναιμική ισχαιμία σε θήλεα αλλά σε μικρότερο βαθμό σε άρρενα πειραματόζωα. Η προσθήκη βιταμίνης D στην αγωγή με υποθερμία και NAC μετά από νεογνική υποξυγοναιμική ισχαιμία βελτιώνει τα λειτουργικά αποτελέσματα και διατηρεί τον όγκο του εγκεφάλου στα άρρενα τρωκτικά, σύμφωνα με δημοσίευση από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας (MUSC) στο ιατρικό περιοδικό Neuropharmacology .
«Αυτές οι θεραπείες μπορεί να επιτεθούν στο πρόβλημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, βοηθώντας διαφορετικά κύτταρα σε διαφορετικά στάδια της ανάκαμψης», λέει η Dorothea Jenkins, MD, καθηγήτρια και κλινικός ιατρός στο Τμήμα Παιδιατρικής στο MUSC και συντάκτης του άρθρου.
Η υποθερμία επηρεάζει αρκετούς διαφορετικούς μηχανισμούς τραυματισμού και έχει δειχθεί σε αρκετές κλινικές μελέτες ότι είναι νευροπροστατευτική σε νεογέννητα. Ωστόσο, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις δεν μπορεί να βοηθήσει τα μωρά. Αυτά τα νεογέννητα παραμένουν με κινητικά και γνωστικά ελλείμματα, που οδηγούν σε προβλήματα μνήμης και μάθησης από τη στιγμή που αρχίζουν το σχολείο.
Γνωρίζοντας ότι η βιταμίνη D μειώνεται κατά τη διάρκεια φλεγμονής των νεύρων, η Jenkins και η ομάδα της διερεύνησαν κατά πόσον η προσθήκη βιταμίνης D σε αγωγή με υποθερμία και NAC θα βελτιώσει τα αποτελέσματα σε ένα προκλινικό μοντέλο, ιδιαίτερα στα άρρενα πειραματόζωα. Μετά από μία αγωγή δύο-εβδομάδων τα άρρενα έδειξαν μια δραματική αύξηση στην αισθητικοκινητική αντίληψη (50% – 75%), στη μνήμη εργασίας και στον μικρό όγκο εγκεφάλου (80% – 36%) σε σύγκριση με αγωγή μόνον με υποθερμία και NAC.
Αυτή η μελέτη αποκάλυψε ότι τόσο άρρενα όσο και θήλεα νεογέννητα τρωκτικά έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D, η οποία μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια κρίσιμων αναπτυξιακών περιόδων καθώς και μετά από εγκεφαλική βλάβη.
Η Jenkins και η ομάδα της σχεδιάζουν να αξιοποιήσουν αυτά τα αποτελέσματα με προκλινικές και κλινικές μελέτες που αποσκοπούν στην κατανόηση των μηχανισμών του τραυματισμού και της υποξυγοναιμίας/ισχαιμίας και πώς διαφέρουν σε άνδρες και γυναίκες.