Περισσότεροι από ένας στους 5 Έλληνες αδυνατούν να καλύψουν βασικές καθημερινές ανάγκες, ακόμη και διατροφικές ανάγκες, σύμφωνα με την Eurostat. Συγκεκριμένα, το 2017 το ποσοστό των Ελλήνων με υλική στέρηση ανήλθε σε 21,1% (έναντι 22,4% το 2016) – δηλαδή 2.241.000 άτομα – δίνοντας στην Ελλάδα τη 2ηθέση στην Ευρωπαϊκή κατάταξη.
Στη 1η χειρότερη θέση στην Ε.Ε. βρίσκεται η Βουλγαρία, όπου το ποσοστό των πολιτών με υλική στέρηση έφτασε το 2017 στο 30%. Την τρίτη θέση μετά την Ελλάδα κατέχει η Ρουμανία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε το 2017 σε 19,4%. Τα χαμηλότερα ποσοστά πολιτών με υλική στέρηση καταγράφηκαν σε Σουηδία (0,8% το 2016), Λουξεμβούργο (1,6% το 2016), η Φινλανδία (2%) και η Ολλανδία (2,6%).
Πώς ορίζεται η υλική στέρηση; Τα άτομα, τα νοικοκυριά, που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία είναι όσα δεν μπορούν να καλύψουν τουλάχιστον τέσσερα από τα ακόλουθα: πληρωμή των λογαριασμών εγκαίρως, επαρκή θέρμανση της κύριας κατοικίας, αντιμετώπιση έκτακτων δαπανών, κατανάλωση κρέατος (ή ψαριού ή του ισοδύναμου λαχανικών) σε τακτά χρονικά διαστήματα, διακοπές για μία εβδομάδα μακριά από το σπίτι, αγορά τηλεόρασης, πλυντηρίου ρούχων, αυτοκινήτου και τηλεφώνου.
Οι βασικές ανάγκες που αναφέρει η Eurostat ως επιθυμητές ή αναγκαίες για μία ικανοποιητική ζωή των πολιτών είναι οι ακόλουθες:
Η έγκαιρη πληρωμή των λογαριασμών
Η επαρκής θέρμανση του σπιτιού τους
Η αντιμετώπιση απρόβλεπτων δαπανών
Η δυνατότητα να τρώνε τακτικά κρέας (ή ψάρι ή το ισοδύναμό τους σε λαχανικά)
Να έχουν πλυντήριο ρούχων
Να έχουν αυτοκίνητο
Να κάνουν μια εβδομάδα διακοπές εκτός σπιτιού
Να έχουν τηλέφωνο
Να έχουν τηλεόραση