Μια δοκιμασία σάλιου που αναπτύχθηκε από τους ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας Bloomberg του Johns Hopkins έχει παρόμοιες διαγνωστικές επιδόσεις με τη δοκιμασία αίματος που χρησιμοποιείται ευρέως για να εκτιμηθεί η πρόσφατη ή παρελθούσα λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Ε (HEV), σύμφωνα με νέα μελέτη. Τα ευρήματα θα μπορούσαν να προσφέρουν μια ευκολότερη, λιγότερο δαπανηρή εναλλακτική λύση στη συλλογή δεδομένων για τη μελέτη και την τελική θεραπεία της νόσου, η οποία μολύνει περίπου 20 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως κάθε έτος και οδηγεί στο θάνατο περισσότερα από 56.000. Η σχετική δημοσίευση παρουσιάστηκε στην επιστημονική επιθεώρηση στο Journal of Immunological Methods .
Η ηπατίτιδα Ε δεν είναι τόσο γνωστή όσο και οι άλλοι ιοί που προκαλούν ηπατίτιδα , μια οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ηπατικού ιστού, εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης Christopher D. Heaney, PhD, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας και Μηχανικής της Σχολής Bloomberg. Ωστόσο, υπάρχουν περιοδικά κρούσματα σε περιοχές όπως η Ινδία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Μπαγκλαντές και οι περιοχές της Αφρικής, όπου οι πτωχές συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης και το πρόβλημα της κακής ποιότητας του πόσιμου νερού βοηθούν στη λοίμωξη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε κάθε έξαρση της νόσου με μόλυνση διά της στοματικής οδού.
Για ορισμένους ασθενείς μολυσμένους με τον ιό της ΗΕV, τα συμπτώματα είναι τόσο ήπια που δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί και αποβάλλουν τον ιό στα κόπρανά τους. Αυτό καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό των πηγών των μικροβίων, των εστιών μόλυνσης και της αποτροπής της μόλυνσης. Δεν είναι ακόμα σαφές γιατί σε ορισμένα άτομα η μόλυνση από HEV είναι σοβαρότερη. Οι έγκυες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, με έως και 30% αυτών να πεθαίνουν μετά τη μόλυνση μέσω ενός μηχανισμού που δεν είναι σήμερα κατανοητός από τους ερευνητές. Αντίθετα, το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας για την HEV είναι περίπου 1%. Ο Heaney αναφέρει ότι «μια ευκολότερη μέθοδος διάγνωσης θα μπορούσε να έχει σημαντικά οφέλη για την επιτυχία των προληπτικών παρεμβάσεων».
Επί του παρόντος, οι μόνοι τρόποι για να εξετασθούν και διαπιστωθούν τόσο η πρόσφατη όσο και η παρελθούσα λοίμωξη από HEV είναι μέσω δοκιμασίας αίματος που ελέγχει για αντισώματα κατά της HEV ή με εξετάσεις αίματος ή κοπράνων που ελέγχουν για γενετικό υλικό της HEV. Και οι δύο τύποι δειγμάτων μπορεί να είναι δύσκολο να συλλεχθούν από ασθενείς και η εκτίμησή τους απαιτεί πόρους που συχνά είναι περιορισμένοι στις χώρες χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, ο Heaney και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν ένα νέο τεστ HEV που χρησιμοποιεί σάλιο και όχι αίμα ή κόπρανα. Οι ερευνητές του Hopkins συνεργάστηκαν με συναδέλφους τους σε ένα διαγνωστικό κέντρο στη Ντάκα του Μπανγκλαντές.
Στρατολόγησαν 141 ασθενείς που παρείχαν δείγματα αίματος και σάλιου (76 ανέφεραν συμπτώματα οξείας ιογενούς ηπατίτιδας και 65 όχι). Η πρότυπη δοκιμασία ανοσοφθορισμού (ELISA) στο αίμα έδειξε ότι 50 ασθενείς από τη συμπτωματική ομάδα είχαν ενδείξεις παρελθούσης μόλυνσης με ΗΕV και 17 είχαν ενδείξεις πρόσφατης μόλυνσης με ΗΕV. Επίσης, έδειξε ότι 28 από την ομάδα χωρίς συμπτώματα HEV είχαν μολυνθεί στο παρελθόν ενώ δύο είχαν ενδείξεις πρόσφατης μόλυνσης. Η δοκιμασία σάλιου αντιστοιχούσε σχεδόν τέλεια με αυτά τα αποτελέσματα.