Σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου 1 στα 10 άτομα έχει μια κάποια ψυχική διαταραχή στην υγείας του, όμως μόνο το 1% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού των ψυχολόγων εργάζεται στον τομέα της ψυχικής υγείας. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε μια χώρα όπου υπάρχει λιγότερο από ένας ψυχίατρος ανά 100.000 άτομα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τομέα για την Ψυχική Υγεία ATLAS 2014 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, υπάρχουν τεράστιες ανισότητες όσον αφορά την πρόσβαση των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχικό πρόβλημα στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ανάλογα με το πού ζουν οι άνθρωποι αυτοί.
Της Νικολέτας Ντάμπου
Στις χώρες που υπάρχει για τους πολίτες χαμηλό και μεσαίο εισόδημα τα ποσοστά πέφτουν κάτω από 1 εργαζόμενος ψυχικής υγείας ανά 100.000 άτομα, ενώ σε χώρες υψηλού εισοδήματος το ποσοστό είναι 1 ανά 2.000 άτομα.
Οι δαπάνες για την ψυχική υγεία είναι ακόμη πολύ χαμηλές
Η έκθεση αναφέρει ότι η παγκόσμια δαπάνη για την ψυχική υγεία είναι ακόμη πολύ χαμηλή. Οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος δαπανούν για την ψυχική υγεία λιγότερα από 2 δολάρια ΗΠΑ ανά κάτοικο και ανά έτος, ενώ οι χώρες με υψηλό εισόδημα δαπανούν περισσότερα από 50 δολάρια Η.Π.Α. ανά άτομο και ανά έτος. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών πηγαίνει στα ψυχιατρεία, τα οποία εξυπηρετούν ένα μικρό ποσοστό των ατόμων που χρειάζονται φροντίδα. Υψηλού εισοδήματος χώρες εξακολουθούν να έχουν ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό κλινών σε ψυχιατρικά νοσοκομεία. Σε χώρες χαμηλού εισοδήματος υπάρχουν σχεδόν 42 κλίνες για 142 εισαγωγές που γίνονται ανά 100.000 κατοίκους.
Η κατάρτιση του προσωπικού πρωτοβάθμιας φροντίδας ψυχικής υγείας είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη ικανοτήτων για την αναγνώριση και τη θεραπεία ατόμων με σοβαρές και κοινές ψυχικές διαταραχές. Από το 2011, ο αριθμός των νοσηλευτών που εργάζονται στον τομέα της ψυχικής υγείας έχει αυξηθεί κατά 35%, αλλά οι ελλείψεις εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλους τους κλάδους, ιδιαίτερα στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Το πρόγραμμα ΑΤΛΑΣ βρίσκει τις χώρες που σημειώνουν πρόοδο όσον αφορά τη δημιουργία πολιτικών, σχεδίων και την θέσπιση νόμων για την ψυχική υγεία, η οποία παρέχει το υπόβαθρο για την καλή διακυβέρνηση και την ανάπτυξη των υπηρεσιών.
Τα δύο τρίτα των χωρών έχουν πολιτική ή σχέδιο για την ψυχική υγεία των πολιτών τους, ωστόσο οι περισσότερες από τις πολιτικές και τους νόμους που εφαρμόζονται σε αυτές τις χώρες δεν ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις διεθνείς πρακτικές για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η εφαρμογή του σχεδίου και των νόμων είναι συχνά ανεπαρκής, και δεν επιτρέπει στα άτομα και τους συγγενείς τους να συμμετέχουν και να παρεμβαίνουν στις πολιτικές αυτές.
Το 2013, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προώθησε ένα σχέδιο για την Ολοκληρωμένη Δράση για την Ψυχική Υγεία 2013 – 2020, με τέσσερις στόχους:
Την ενίσχυση της ηγεσίας και της διακυβέρνησης για την ψυχική υγεία.
Την παροχή ολοκληρωμένων ρυθμίσεων με βάση τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και κοινωνικής φροντίδας της κοινότητας.
Εφαρμογή στρατηγικών για την προώθηση και την πρόληψη της ψυχικής υγείας.
Την ενίσχυση των πληροφοριακών συστημάτων, των στοιχείων και της έρευνας.
Το πρόγραμμα Ψυχικής Υγείας «ΑΤΛΑΣ» του ΠΟΥ παρέχει τα βασικά δεδομένα για τη μέτρηση της προόδου σχετικά με τους στόχους του σχεδίου δράσης. Η έκδοση του 2014 είναι η τέταρτη και η νεότερη έκδοση με στοιχεία για τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των πόρων σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών κονδυλίων, ανθρώπινων πόρων και ειδικών εγκαταστάσεων για την ψυχική υγεία από 171 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Το συνολικό σχέδιο δράσης για την ψυχική υγεία 2013 – 2020 έχει ως στόχο του τα εξής:
- Το 80% των χωρών πρέπει να έχουν αναπτύξει ή να έχουν τροποποιήσει τις πολιτικές ή τα προγράμματα τους για την ψυχική υγεία σύμφωνα με τα διεθνή και περιφερειακά όργανα ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέχρι το 2020.
- Το 80% των χωρών θα πρέπει να έχουν τουλάχιστον σε λειτουργία δύο εθνικά πολυτομεακά προγράμματα ψυχικής υγείας και πρόληψης μέχρι το 2020.
- Το ποσοστό των αυτοκτονιών στις χώρες θα πρέπει να μειωθεί κατά 10%.
- Το 80% των χωρών θα πρέπει να υποβάλουν εκθέσεις τουλάχιστον για ένα βασικό σύνολο δεικτών για την ψυχική υγεία, ανά διετία, μέσω των εθνικών συστημάτων υγείας και κοινωνικής πληροφόρησης μέχρι το 2020.