Συναγερμός σήμανε στο Ρέθυμνο, έπειτα από την ανίχνευση του Candida auris σε ασθενή 70 ετών. Ωστόσο, τα νέα είναι αρκετά αισιόδοξα, σύμφωνα και με τον διευθυντή ΜΕΘ του νοσοκομείου Χαράλαμπο Μαρκάκη: “Το κρούσμα που εμφανίστηκε πριν από 20 ημέρες σε 70χρονο ασθενή, δεν επρόκειτο για το πολυανθεκτικό στέλεχος που απασχολεί την παγκόσμια και εθνική επιστημονική κοινότητα, αλλά για στέλεχος ευαίσθητο σε αντιμυκητιασικές αντιβιώσεις που αντιμετωπίστηκε άμεσα. μόλις εντοπίστηκε το συγκεκριμένο στέλεχος μετά από καλλιέργεια υπήρξε μεγάλη ανησυχία, ωστόσο την επόμενη μέρα που βγήκε το αντιβιόγραμμα οι γιατροί διαπίστωσαν πως ο μύκητας Candida auris δεν ήταν πανανθεκτικός, αλλά είχε ευαισθησίες σε αρκετά αντιμυκητιασικά φάρμακα. Αμέσως χορηγήθηκε συγκεκριμένη αγωγή στον ασθενή, ο οποίος στη συνέχεια αποστειρώθηκε και πλέον η υγεία του εξελίσσεται χωρίς προβλήματα. “
Τι αναφέρουν ο ΕΟΔΥ και ο Υπουργός Υγείας;
Ο ΕΟΔΥ παρουσιάζεται καθησυχαστικός, αν και κανείς δεν εφησυχάζει. Πιο συγκεκριμένα: “Η μετάδοση του εν λόγω παθογόνου δεν αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας στην κοινότητα (εξω-νοσοκομειακό περιβάλλον), ενώ έχει ήδη ξεκινήσει καταγραφή των νοσοκομειακών λοιμώξεων”. Από τη μεριά του, ο κ. Θάνος Πλεύρης δήλωσε πρόσφατα πως υπάρχει ανησυχία για ένα υπαρκτό πρόβλημα, χωρίς να πρέπει να πανικοβληθούμε: “Τυχαίνει εκτός από υπουργός Υγείας, όπως ξέρετε, να είμαι άνθρωπος που έχω ταλαιπωρηθεί από νοσοκομειακή λοίμωξη και το γεγονός ότι στην χώρα μας παραμένουμε σε διπλάσιο ποσοστό νοσοκομειακών λοιμώξεων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο δείχνει ότι έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Συνεπώς, ήδη έχουμε ξεκινήσει με τον ΕΟΔΥ και με την κυρία Αγαπηδάκη που είναι η γενική γραμματέας Δημόσιας Υγείας να κάνουμε καταγραφή στις ΜΕΘ του τι ακριβώς γίνεται, διότι μια σημαντική παροχή προς τον πολίτη και προς την δημόσια υγεία θα είναι όταν κάποια στιγμή καταφέρουμε στα νοσοκομεία μας να μπαίνει ο κόσμος να γιατρεύεται από αυτό το οποίο έχει πάθει και μπήκε, και να μην κινδυνεύει να πεθάνει από κάτι άλλο που είναι η νοσοκομειακή λοίμωξη. Υπάρχουν ΜΕΘ στη χώρα μας που λειτουργούν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ποσοστό θνητότητας, υπάρχουν ΜΕΘ που είναι στο 65% 66% και 67%. Προφανέστατα η βασική διαφορά δεν είναι το προσωπικό το οποίο υπάρχει, η βασική διαφορά είναι ότι υπάρχουν μονάδες που έχουν παραπάνω νοσοκομειακές λοιμώξεις”.