Πανδημία Κόσμος: Η πανδημία του κορωνοϊού έχει κυριαρχήσει τα τελευταία δύο χρόνια στις ζωές όλων μας. Η πανδημία συνοδεύτηκε από απώλειες σε πολλαπλά επίπεδα: ανθρώπινης ζωής πάνω από όλα αλλά και κοινωνικής, καθώς και οικονομικής φύσεως. Τα περιοριστικά μέτρα, η απουσία κοινωνικών συναναστροφών, η επαφή με την έννοια του θανάτου, τα οικονομικά προβλήματα αλλά και η αβεβαιότητα έχουν τροφοδοτήσει τα ψυχικά προβλήματα. Οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να συμπεριφέρονται ως εν δυνάμει άρρωστα ή – ακόμη χειρότερα- θανατηφόρα όντα, να εγκλειστούν και να βιώσουν την αίσθηση της απειλής για τον εαυτό τους ή για τους άλλους.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις ή πιο σφαιρικά, το ψυχολογικό αποτύπωμα της νόσου μοιάζει να αποτελεί ένα ανεξάντλητο και ιδιαίτερα περίπλοκο πεδίο και οι διάφορες πτυχές της νόσου οδήγησαν σε μία ψυχιατρική «πανδημία», η οποία δεν γνωρίζουμε σε πόσο καιρό θα υποχωρήσει.
Η διαχείριση των προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που συνθέτουν τη ζωή του κάθε ανθρώπου αλλά και από την προσαρμοστική ικανότητα κάθε ψυχισμού, την αντοχή του στη μοναξιά, στη ματαίωση και στον φόβο.
Έτσι, ένα τμήμα του πληθυσμού εμφάνισε πρωτίστως αγχώδεις και καταθλιπτικές διαταραχές, θυμό, επιθετικότητα, απελπισία, φοβική ή ψυχαναγκαστική συμπτωματολογία. Παράλληλα, πολλοί ασθενείς με ιστορικό ψυχικών προβλημάτων υποτροπίασαν.
Σύμφωνα με μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Lancet», τα περιστατικά μείζονος κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής έχουν αυξηθεί κατά 28% και 26% αντίστοιχα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Έρευνα κατέγραψε συναισθήματα μελαγχολίας, απαισιοδοξίας για το μέλλον και έλλειψης όρεξης για ζωή, άγχος, υπερένταση, φόβο αλλά και θυμό που φτάνει έως τις ανεξέλεγκτες εκρήξεις.
Έντονα είναι και τα φαινόμενα σωματοποίησης, όπως ο πονοκέφαλος, η αδυναμία, η ζαλάδα, οι στομαχικές διαταραχές, η δυσκολία στην αναπνοή και ο πόνος στο στήθος.
Στο παρόν θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε ορισμένους από τους αιτιολογικούς παράγοντες που συνετέλεσαν στην ύπαρξη της ψυχικής διάστασης της νόσου αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτοί επηρέασαν τον ψυχισμό μας.
Η άγνοια και η αβεβαιότητα
Όταν ξέσπασε η πανδημία της Covid-19 και ειδικά μετά την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων, οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, πολιορκημένοι από έναν αόρατο εχθρό. Οι γνώσεις των περισσοτέρων γύρω από τον ιό είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες, με εύλογο αποτέλεσμα να επηρεάζονται και πολύ πιο εύκολα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις όποιες πληροφορίες που μεταλαμπαδεύονται διαρκώς από ειδήμονες και μη.
Δυστυχώς, από την αρχή της πανδημίας δεν υπήρξε ουσιαστική ιατρική ενημέρωση για τη φύση του ιού, τη συμπτωματολογία, τους τρόπους μετάδοσης και τις επιπλοκές, με αποτέλεσμα την πληροφόρηση και πολλές φορές την παραπληροφόρηση μέσω του διαδικτύου.
Οι πολίτες αντιμετωπίστηκαν υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας πειθαρχίας στα περιοριστικά μέτρα προστασίας και αποκλείστηκαν από τη γνώση των αιτιών και των σκοπών των αλλαγών των συνθηκών της ζωής τους, με αποτέλεσμα ουσιαστικά τον σταδιακό περιορισμό της κριτικής ικανότητας και σκέψης και της τυφλής υπακοής.
Χωρίς να αμφισβητούμε την ανάγκη της προστασίας, η απουσία πληροφοριών γύρω από τη σκοπιμότητα και τη λογική διαφόρων πτυχών των μέτρων, οδήγησε σε επίταση της ανασφάλειας των πολιτών.
Ορισμένοι βίωσαν έντονα τον φόβο της άγνοιας αυτής και άλλοι βίωσαν έντονα την ανάγκη πίστης σε μία αυθεντία.
Η ιατρική κοινότητα δυστυχώς, αν και ίσως εύλογα, φαίνεται να παρασύρθηκε από τον κύκλο της άγνοιας: το σύντομο, για έναν ιό, χρονικό διάστημα γνωριμίας μας μαζί του είχε σαν αποτέλεσμα πολύ συχνά ο κάθε γιατρός να εστιάζει στα βαριά περιστατικά, με απρόβλεπτη και κακή έκβαση και να κατευθύνει με βάση αυτά τους ασθενείς. Η στάση αυτή, αν και κατανοητή, επιτείνει την αβεβαιότητα των ασθενών.
Η αβεβαιότητα αυτή ξεκινάει ήδη από τη διαδικασία διάγνωσης: Για να γίνει κανονικά μία ορθή διάγνωση απαιτείται η λήψη ιστορικού, η κλινική εξέταση του ασθενούς και οι κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις. Η πλήρης απουσία πρωτοβάθμιων δομών υγείας καθώς και ο βαθμός μεταδοτικότητας του ιού, οδήγησαν στην αποκλειστική διάγνωση μέσω διαγνωστικών τεστ, χωρίς την παρέμβαση του κλινικού ιατρού.
Ως εκ τούτου, οι ασθενείς αφήνονται έρμαια μίας τρομακτικής διάγνωσης χωρίς να έχουν εικόνα της προσωπικής τους κλινικής εικόνας και κατ’ επέκταση χωρίς ιατρική καθοδήγηση ή συμβουλευτική.
Οι συνέπειες των lockdown
Οι περιορισμοί στην ελευθερία του ατόμου, οι οποίοι προέκυψαν μέσω των lockdown και των λοιπών μέτρων που επιβλήθηκαν, προκάλεσαν πολλές φορές μία έντονη έως αβάσταχτη δυσφορία στους ανθρώπους, τόσο λόγω των ουσιαστικών αλλαγών που επέφεραν στην καθημερινότητά τους, όσο και λόγω της προσπάθειας νοητικής διαχείρισης αυτών των αλλαγών.
Ενώπιον του άγνωστου ιού και των δυνητικά τρομακτικών επιπτώσεων προκρίθηκαν αρχικά η αδρανοποίηση κάθε εργασιακής και κοινωνικής δραστηριότητας. Αναδύθηκε ουσιαστικά ένας νέος κόσμος και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καταφέρει να βρουν τη θέση που θα ήθελαν και θα άντεχαν να έχουν μέσα σε αυτόν.
Η επιβολή μέτρων περιορισμού έγινε ευρέως αποδεκτή και δημιούργησε την αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί πλέον να λαμβάνει μόνος αποφάσεις για τον εαυτό του, δεδομένης της προσπάθειας περιορισμού της μετάδοσης. Το αίσθημα αυτό όμως επεκτάθηκε σε μια γενικότερη αίσθηση ανήμπορου και αβοήθητου ως προς τη δυνατότητα αυτονομίας και αυτόβουλης δράσης.
Ο εγκλεισμός, συνοδευόμενος από αυστηρά πρόστιμα για την παραβίαση των νόμων κυκλοφορίας οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε κλειστοφοβικά συναισθήματα. Η αποστολή μηνυμάτων
ενημέρωσης του υπουργείου για τη μετακίνηση προκάλεσε ένα αίσθημα αστυνομοκρατίας, που σε πολλούς ανθρώπους οδήγησε σε ένα επιπλέον αίσθημα τρομοκρατίας αντί ασφάλειας.
Η γενικευμένη τηλε-εργασία περιόρισε ακόμη περισσότερο τις ουσιαστικές κοινωνικές συναναστροφές αλλά και την κινητοποίηση των ατόμων.
Η οικονομική και κοινωνική ρευστότητα δημιουργούν ούτως ή άλλως ανασφάλεια στους ανθρώπους που πλήττονται και τους καθιστούν ψυχικά ευάλωτους. Στα πλαίσια της πανδημίας, η κοινωνική και οικονομική ζωή των περισσοτέρων διαταράχτηκε χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποια προοπτική ως προς το χρονικό διάστημα επίλυσης του προβλήματος και επαναφοράς στην όποια «κανονικότητα» διέθετε ο καθένας.
Η ανεργία, η καταστρατήγηση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων λόγω εκμετάλλευσης και κακοποιητικής συμπεριφοράς εργοδοτών, καθώς και τα εκτεταμένα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν, αποτέλεσαν στρεσογόνες συνθήκες και προκάλεσαν σε πολλούς ανθρώπους αγχώδεις και καταθλιπτικές συμπτωματολογίες.
Ο τρόπος διαχείρισης και η παρουσίαση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
Υπήρξαν ξεκάθαρα ορισμένα ζητήματα όσον αφορά στον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας, που οδήγησαν σε μία έντονη ανασφάλεια των ανθρώπων: Η πλήρης απουσία πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, σε συνδυασμό με την απαξίωση των δημοσίων νοσοκομείων έχουν τρομακτικές συνέπειες σε κοινωνικό, υγειονομικό και ψυχολογικό επίπεδο.
Δεν επιλέχθηκε η φροντίδα σε πρώιμα στάδια της νόσου, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να νιώθουν ουσιαστικά αβοήθητοι, ερχόμενοι αντιμέτωποι με τη διάγνωση απλά σε μορφή χαρτιού χωρίς την παρακολούθηση από θεράποντα ιατρό.
Ο θάνατος άρχισε να επικρεμάται πάνω από τα κεφάλια όλων και προβλήθηκε εξουθενωτικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και μάλιστα με τρόπο τόσο εκδραματισμένο, ώστε το αίσθημα τρόμου να φαίνεται μονόδρομος. Οι άνθρωποι, προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο, εθίστηκαν εν μέρει στην παρακολούθηση των ειδήσεων, στη γνώση του αριθμού «κρουσμάτων» και νεκρών.
Ακόμη και όσοι προσπάθησαν να προστατευτούν από το κλίμα αυτό, διαπίστωσαν εν τέλει, ότι στις μέρες μας η επικαιρότητα θα σε βρει είτε το θέλεις είτε όχι. Οι αλγόριθμοι βρίσκουν πάντα τρόπο να τα έχουμε στην οθόνη μας τα «νέα», με διάφορους τρόπους. Οι διαδικτυακές συζητήσεις φίλων, τα «stories» στο Instagram και οι ειδήσεις οδηγούν αναπόφευκτα στην έκθεση σε εικόνες και «πληροφόρησης» και τρόμου.
Μέσα σε λίγη ώρα παρελαύνει μπροστά μας ο τρόμος, ο θάνατος, η απόγνωση, η μιζέρια μέσα σε ελάχιστες σταγόνες αισιόδοξων μηνυμάτων.
Παράλληλα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν ένα βήμα δημοσίου λόγου σε όλους. Η ελευθερία του λόγου και της άποψης πέρασε σε ένα επίπεδο άκριτης γνωστοποίησης «ερευνών» και επιστημονικών απόψεων από τους πάντες χωρίς το απαραίτητο υπόβαθρο και με τον κίνδυνο έτσι την πρόκληση επιπλέον συναισθημάτων φόβου αλλά και θυμού στους αναγνώστες των «πληροφοριών» αυτών.
Έρευνα του Πανεπιστημίου του Bradford έδειξε ότι η έκθεσή μας σε βίαιες εικόνες και σοκαριστικά γεγονότα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί μακροπρόθεσμα να προκαλέσει μετατραυματικό στρες, κάτι το οποίο βίωσαν αρκετοί συνάνθρωποί μας την περίοδο της πανδημίας
Η καθημερινή επαφή με δυσάρεστες ειδήσεις επιδρά στη συναισθηματική μας κατάσταση, με τρόπους που μπορεί συχνά να μην αντιλαμβανόμαστε μέχρι να βρεθούμε στις «κατάλληλες» συνθήκες.
Ταυτόχρονα, με τη συστηματική τρομοκράτηση μέσω των μέσω ενημέρωσης, η ανύπαρκτη ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας, ο υπερκορεσμός του λόγω της πληθώρας περιστατικών αλλά και ο τρόπος παρουσίασης των δημοσίων νοσοκομείων από τα μέσα, διέσπειρε και ρίζωσε την εντύπωση ότι η προσέλευση ενός ασθενούς σε ένα νοσοκομείο θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη νοσηλεία και πιθανόν και σε ολέθριες συνέπειες. Αυτή η ανασφάλεια οδήγησε, μεταξύ των άλλων και στην παραμέληση άλλων χρόνιων νοσημάτων.
Η πόλωση και ο διχασμός
Ο φόβος της μεταδοτικότητας δημιούργησε γενικά φαινόμενα υπέρμετρου ατομικισμού και έλλειψης αλληλεγγύης, στο όνομα της προστασίας, με αποτέλεσμα την επίταση του αισθήματος της μοναξιάς.
Οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε μία εν δυνάμει κινούμενη απειλή για τον εαυτό τους και τους άλλους, με αποτέλεσμα την καχύποπτη και φοβισμένη στάση απέναντι στον απέναντι, στον δίπλα ή ακόμη και σε κάποιον που συναντάμε τυχαία στον δρόμο.
Οι διαμάχες ανάμεσα στους έχοντες διαφορετικές απόψεις περί της πανδημίας εξαπλώθηκαν ταχύτατα και ήταν πολλές φορές οξείες, με αποτέλεσμα να ανακύψουν διάφορα προβλήματα σχέσεων.
Στο σημείο αυτό οφείλω να τονίσω ότι η μεταφορά των διενέξεων εντός των μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας εκ μέρους των επαγγελματιών υγείας προκάλεσε πόνο, περιθωριοποίηση και ψυχική ένταση και αποτελεί μία ηθικά απαράδεκτη πράξη, καθότι η παροχή υπηρεσιών υγείας οφείλει να αφορά στο σύνολο των ανθρώπων και όχι σε επιλεγμένες ομάδες.
Η χειραγωγική ενοχοποίηση διαφόρων μερίδων του πληθυσμού είτε αυτοί ήταν αρχικά οι νέοι είτε αργότερα οι ανεμβολίαστοι συμπολίτες μας, επέτειναν τις εντάσεις και οδήγησαν σε μία αναπόφευκτη πόλωση και στον διχασμό, με επακόλουθα αισθήματα θυμού, απόγνωσης, ντροπής και μοναξιάς.
Οι άνθρωποι βρέθηκαν μόνοι να ψάχνουν τον «φταίχτη», έχοντας την ανάγκη κατά αυτόν τον τρόπο να τον τιμωρήσουν και να αυξήσουν έτσι έμμεσα τις ελπίδες τους να ξεφύγουν από τον όλεθρο αυτό.
Ο συγγραφέας Aldus Huxley, περιγράφοντας μία δυστοπική πραγματικότητα πλήρους έλλειψης ατομικών ελευθεριών αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο στόχος της άσκησης προπαγάνδας σε μια ομάδα ανθρώπων, είναι να τους κάνει να ξεχάσουν ότι μια άλλη ομάδα ανθρώπων είναι άνθρωποι.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός και η απομόνωση
Είτε μέσω των μέτρων εγκλεισμού είτε λόγω της προσπάθειας αυτοπροστασίας, η οποία επιτείνεται από το αίσθημα του φόβου, η κοινωνική απομόνωση είναι ένα από τα βασικά φαινόμενα που συνόδευσαν την πανδημία του κορωνοϊού.
Η προσπάθεια να υποκατασταθούν όλες οι επαφές με επικοινωνία εξ αποστάσεως ενέχει από ψυχολογικής απόψεως πολλούς κινδύνους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και η τεχνολογία εξ αποστάσεως επικοινωνίας, όταν χρησιμοποιούνται ορθολογικά, είναι αδιαμφισβήτητα ένας παράγοντας προώθησης των επαφών. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν υποκατάστατο των προσωπικών κοινωνικών σχέσεων. Κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε πώς σχετιζόμαστε.
Οι ηλικιωμένοι επηρεάστηκαν περισσότερο και η απαίτηση να περάσουν περισσότερο χρόνο στο σπίτι χωρίς φυσική δραστηριότητα, εργασιακή απασχόληση και επαφή με την οικογένεια αποτέλεσε μία μεγάλη πρόκληση για πολλούς.
Η απομόνωση μπορεί να οδηγήσει σε ένα διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας, σε μείωση της ικανότητας έκφρασης επιθυμιών και συναισθημάτων, με αποτέλεσμα συχνά τη συσσώρευσή τους αλλά και σε περιορισμό της κριτικής ικανότητας λόγω περιορισμού της κοινωνικής συνδιαλλαγής και του φόβου της μοναξιάς. Το επιπλέον επικίνδυνο στοιχείο είναι ότι οι επιπτώσεις αυτές ενδέχεται εν τέλει να εντείνουν την τάση απομόνωσης, καθώς δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος εστίασης στο ατομικό επίπεδο και επιφυλακτικότητας απέναντι στο συνάνθρωπο.
Η ιατρικοποίηση κάθε πτυχής της ανθρώπινης ζωής ξεκίνησε με γνώμονα την προστασία από τον ιό αλλά κατέληξε να μετατραπεί σε μία κοινωνική φυλακή. Οι κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις έχουν δεχθεί τέτοιο πλήγμα, που παραμένει αμφίβολο το πώς, το πότε και το αν θα επανέλθουν σε οικείους ρυθμούς και τρόπους.
Η έννοια της ατομικής ευθύνης
H ατομική ευθύνη στα πλαίσια της πανδημίας μετατράπηκε σε έναν ευρέως και ορισμένες φορές άκριτα χρησιμοποιούμενο όρο.
Δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο πολίτης οφείλει να προστατεύει το σύστημα υγείας και ότι όποιος δεν το κάνει αποτελεί έναν εν δυνάμει εχθρό. Οφείλουμε ιατρικά να αναλογιστούμε πόσες ομάδες ανθρώπων θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να συμπεριλάβουμε στους εχθρούς μας: καπνιστές, ουσιοεξαρτημένους, σακχαροδιαβητικούς οι οποίοι δε θρέφονται σωστά, παχύσαρκους, είναι μόνο ορισμένα παραδείγματα.
Τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν σαφώς ελλιπή, με αποτέλεσμα η ατομική ευθύνη να προβάλλεται ως η αποκλειστική αναγκαιότητα, δημιουργώντας ένα έντονο αίσθημα άγχους στους ανθρώπους αλλά και θυμού απέναντι σε όσους, με βάση την κοινή γνώμη, θεωρήθηκαν ως ατομικιστές.
Η ατομική ευθύνη είναι μια αυτονόητη κοινωνική έννοια και κανείς δεν πρέπει να αμφισβητεί την αξία της, καθότι δύναται να ενισχύσει το αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης.
Η πλήρης ατομικοποίηση της ευθύνης, όμως, με στόχο την αποποίηση των γενικών ευθυνών, μπορεί να οδηγήσει στην αποκοινωνικοποίηση του ατόμου και σε έντονα συναισθήματα θυμού και επιθετικότητας.
Ο φόβος του θανάτου
Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με ένα δυνητικά θανατηφόρο εχθρό, γεγονός το οποίο καλύπτεται ευνόητα πάντα από ένα πέπλο φόβου.
Ο φόβος του θανάτου είναι αρχέγονο συναίσθημα και, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης, ασύμβατο με τη ζωή και η καθημερινή ενασχόληση με τον κίνδυνο αυτό αλλά και με το βίωμα των θανάτων αγαπημένων προσώπων ή απλά το άκουσμα των τραγικών αριθμών, είχε ποικίλες ψυχολογικές συνέπειες.
Ο θάνατος μας θυμίζει την ευαλωτότητά μας και το πεπερασμένο της ύπαρξής μας και οι άνθρωποι υιοθετούν ποικίλες συμπεριφορές προκειμένου να αποφύγουν το – μοιραίο κάποια στιγμή- τέλος.
Επίσης, ο θάνατος ενός αγαπημένου μας, εκτός από την υπενθύμιση της δικής μας ευαλωτότητας, συνοδεύεται από αισθήματα απώλειας που υπονομεύουν τις γνωστικές μας άμυνες και μας κάνουν πιο ευάλωτους σε αρνητικές σκέψεις.
Στην εποχή της πανδημίας μάλιστα, οι άνθρωποι κλήθηκαν να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της τελευταίας κουβέντας, του τελευταίου αγγίγματος, της θλιβερής επαφής κατά τη διάρκεια της κηδείας, χωρίς ουσιαστικά να μπορέσουν να βιώσουν όλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εξελίσσεται η διαδικασία του πένθους.
Σε ορισμένα νεκροταφεία –ενδεικτικά στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμάτα κ.α.– έχει προβλεφθεί πλέον ειδική «ζώνη» για την ταφή των θυμάτων του κορωνοϊού, οδηγώντας έτσι ασθενείς απομονωμένους κατά το τελευταίο στάδιο της ζωής τους, στην απομόνωση και στον θάνατο.
Ασθενείς με ψυχαναγκασμούς, άγχος υγείας, γενικευμένο άγχος, φοβίες αλλά και κατάθλιψη, επηρεάστηκαν έντονα από τα προσωπικά βιώματα αλλά και από τις μεταφερόμενες πληροφορίες.
Το εντυπωσιακότερο ίσως όλων είναι ότι ο βομβαρδισμός με πληροφορίες που σχετίζονται με την έννοια του θανάτου και την επικινδυνότητα του ιού, δημιούργησε ένα είδος προπαρασκευαστικού θρήνου, με το που ερχόμαστε σε επαφή με την τρομακτική διάγνωση.
Συνολικά θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο αυτονόητο: ο κορωνοϊός είναι ένας υπαρκτός και ισχυρός εχθρός που έχει διαταράξει τις ζωές μας σε πολλαπλά επίπεδα, με προεξάρχον ενδεχομένως το ψυχολογικό.
Είναι επιτακτική η ανάγκη προβληματισμού και σωστής διαχείρισης των προβλημάτων που προκύπτουν, ώστε «ο θαυμαστός καινούριος κόσμος» που προκύπτει, να μην είναι ένας κόσμος μαζικά και ανεπανόρθωτα ψυχικά άρρωστος.