Λίπος Κοιλιά: Με χαμηλότερη γνωστική ικανότητα αλλά και υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση Αλτσχάιμερ συνδέει το συσσωρευμένο στην περιοχή της κοιλιάς λίπος πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε μεσήλικες άνδρες. Πληθώρα επιστημονικών ερευνών έχουν συσχετίσει το κοιλιακό λίπος με μεταβολικά προβλήματα και αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης καρδιαγγειακών παθήσεων και διαβήτη τύπου 2. Επιπλέον, το συσσωρευμένο στην κοιλιά, «εσωτερικό» λίπος, έχει συνδεθεί με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες και θεωρείται επιπλέον παράγοντας επιβάρυνσης που μπορεί να οδηγήσει σε χειρουργική επέμβαση χοληδόχου κύστης. Η τελευταία μελέτη, όμως, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Obesity, κατέληξε ότι το λίπος που περιβάλλει τα εσωτερικά όργανα μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς και τον εγκέφαλο και ακολούθως και τη γνωστική λειτουργία.
Πώς έγινε η μελέτη
Η έρευνα διεξήχθη σε 204 υγιή άτομα που είχαν όμως οικογενειακό ιστορικό νόσου Αλτσχάιμερ, δηλαδή ήδη διέτρεχαν στατιστικά υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν την συγκεκριμένη νευροεκφυλιστική διαταραχή. Χρησιμοποιώντας μαγνητικό τομογράφο, οι ερευνητές εξέτασαν τις «αποθήκες» λίπους στο πάγκρεας, το συκώτι και την κοιλιακή χώρα. «Σε μεσήλικες άνδρες με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης Αλτσχάιμερ – αλλά όχι στις γυναίκες – η μεγάλη παρουσία παγκρεατικού λίπους συσχετίστηκε με χαμηλότερο γνωστικό και εγκεφαλικό όγκο, υποδηλώνοντας μια πιθανή σχέση φύλου και κοιλιακού λίπους με την υγεία του εγκεφάλου», εξηγεί ο Michal Schnaider Beeri, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και μέλος του Ινστιτούτου Rutgers για την υγεία, την πολιτική υγειονομικής περίθαλψης και τη γήρανση. Η παχυσαρκία είναι ήδη γνωστός παράγοντας κινδύνου που έχει συνδεθεί με χαμηλότερη γνωστική λειτουργία και υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, και μάλιστα με διαφορετικές συσχετίσεις μεταξύ των φύλων. Για παράδειγμα, η παχυσαρκία μεταξύ 35-65 ετών συνδέεται με 30% αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου σε μεγαλύτερη ηλικία. Ωστόσο, το να είσαι υπέρβαρος αλλά όχι παχύσαρκος δεν ενέχει τον ίδιο κίνδυνο, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Ένα από τα εργαλεία προσδιορισμού εάν κάποιος είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος είναι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), δηλαδή η τιμή που προκύπτει αν διαιρέσουμε το βάρος ενός ατόμου με το τετράγωνο του ύψους του.
Όμως αυτή η μέθοδος δεν είναι πάντα ακριβής αφού συχνά άτομα με μεγάλη μυϊκή μάζα μπορεί να εμπίπτουν στην κατηγορία των παχύσαρκων ενώ δεν έχουν υπερβολική ποσότητα λίπους στο σώμα τους. Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η μέχρι τώρα συμβατική χρήση του Δείκτη Μάζας Σώματος ως βασικού μέσου για την αξιολόγηση των γνωστικών κινδύνων που σχετίζονται με την παχυσαρκία πρέπει να επαναξιολογηθεί αφού στην ουσία το συγκεκριμένο «εργαλείο» αντιπροσωπεύει ελάχιστα την κατανομή του σωματικού λίπους στο σώμα και δεν λαμβάνει απαραίτητα υπόψη τις διαφορές φύλου. Οι ερευνητές, επισημαίνουν ότι τα τελικά τους ευρήματα δείχνουν πολύ ισχυρότερη σύνδεση του σπλαχνικού λίπους με θέματα γνωστικής έκπτωσης, καταλήγοντας ότι είναι ο αποφασιστικής σημασίας παράγοντας που πρέπει να υπολογίζεται σε προληπτικές εξετάσεις αντί του Δείκτη Μάζας Σώματος αφού ο τελευταίος μπορεί να είναι τελικά παραπλανητικός για τον καθορισμό των ομάδων του πληθυσμού που πραγματικά κινδυνεύουν περισσότερο.
Πηγή: Healthnews.com