Κόσμος Γήρανση: Τα οικογενειακά δείπνα θα είναι πολύ πιο ήσυχα στο μέλλον, σύμφωνα με τους επιστήμονες. Αναλύοντας τις παγκόσμιες πληθυσμιακές προβλέψεις, οι ερευνητές της Εταιρείας Max Planck διαπίστωσαν ότι μέχρι το 2095 το μέγεθος και η δομή των οικογενειών θα αλλάξει ριζικά. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το 1950, μια μέση 65χρονη γυναίκα είχε 41 εν ζωή συγγενείς. Μέχρι το 2095, ωστόσο, μια μέση γυναίκα της ίδιας ηλικίας θα έχει μόνοn 25. Η δομή των οικογενειών, επίσης, θα αλλάξει, καθώς οι παππούδες και οι γιαγιάδες, ακόμη και οι προπαππούδες, θα ζουν περισσότερο, ενώ θα γεννιούνται λιγότερα παιδιά.
Οι επιστήμονες ανησυχούν εδώ και καιρό ότι η μείωση των ποσοστών γονιμότητας και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής μπορεί να οδηγήσουν σε γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού. Ωστόσο, ο επικεφαλής ερευνητής Ντιέγκο Αλμπουρέζ-Γκουτιέρες του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών Max Planck (MPIDR), δήλωσε ότι προηγούμενες μελέτες δεν έχουν εξετάσει πώς αυτό θα επηρεάσει τη δομή των οικογενειών. «Αναρωτηθήκαμε πώς η δημογραφική αλλαγή θα επηρεάσει το θέμα της συγγένειας στο μέλλον. Ποιο ήταν το μέγεθος, η δομή και η ηλικιακή κατανομή των οικογενειών στο παρελθόν και πώς θα εξελιχθούν στο μέλλον», εξήγησε ο ερευνητής. Οι ερευνητές της μελέτης ανέλυσαν ιστορικά δεδομένα και προβαλλόμενα στοιχεία από τις παγκόσμιες πληθυσμιακές προβλέψεις του ΟΗΕ. Για να κατανοήσουν πώς θα αλλάξουν μελλοντικά οι οικογένειες, επέλεξαν να μελετήσουν μια μέση γυναίκα 65 ετών. Η ανάλυσή τους δείχνει ότι το μέγεθος της οικογένειας της γυναίκας αυτής θα συρρικνώνεται σταθερά σε όλον τον κόσμο τα επόμενα 70 χρόνια, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Εκεί, η οικογένεια της 65χρονης γυναίκας θα συρρικνωθεί, και από 56 συγγενείς που είχε το 1950 θα μειωθεί σε μόλις 18,3 το 2095 – που σημαίνει μείωση κατά 67%. Αντίθετα, τα μεγέθη των οικογενειών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όπου τα ποσοστά γονιμότητας είναι ήδη χαμηλά, θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η διαφορά μεταξύ των μεγεθών των οικογενειών στις διάφορες χώρες είναι πιθανό να μειωθεί καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του αιώνα. Το 1950, υπήρχε μια διαφορά 31 συγγενών μεταξύ της οικογένειας της μέσης 65χρονης γυναίκας στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική και στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, μέχρι το 2095, οι ερευνητές προβλέπουν ότι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ οποιωνδήποτε δύο περιοχών θα είναι μόνον 20 συγγενείς. Οι ίδιες τάσεις αποτυπώθηκαν και σε επίπεδο μεμονωμένων χωρών. Ενώ το1950 μια 65χρονη γυναίκα στη Ζιμπάμπουε είχε 82 συγγενείς εν ζωή, η αντίστοιχη γυναίκα το 2095 προβλέπεται να έχει μόλις 24,1. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία, όπου μια μέση 65χρονη γυναίκα έχει τη μικρότερη σε μέγεθος οικογένεια από κάθε άλλη χώρα, ο αριθμός των εν ζωή συγγενών θα μειωθεί μόνο από 18 σε 12,7. Η ανάλυση έδειξε ότι η μέση οικογένεια του μέλλοντος θα αποτελείται από πολύ λιγότερα ξαδέρφια, ανίψια και εγγόνια. Ωστόσο, ο αριθμός των παππούδων και των γιαγιάδων και των προπάππων αναμένεται να αυξηθεί απότομα.
Οι ερευνητές είπαν ότι η μετατόπιση καθορίζεται από την ισορροπία τεσσάρων παραγόντων: μείωση της βρεφικής θνησιμότητας, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, μείωση της γονιμότητας και καθυστέρηση της μητρότητας. Ενώ η μειωμένη βρεφική θνησιμότητα αυξάνει τον αριθμό των αδελφών και ξαδέλφων, η μειωμένη γονιμότητα και η καθυστερημένη μητρότητα μειώνει το ποσοστό αυτό. Ομοίως, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αυξάνει την πιθανότητα να ζήσουν οι άνθρωποι αρκετά ώστε να γίνουν παππούδες και γιαγιάδες. Για να δουν πώς αλληλεπιδρούν αυτοί οι διαφορετικοί παράγοντες, οι ερευνητές πήραν το παράδειγμα της Κίνας, όπου η πολιτική του ενός παιδιού έχει ήδη προκαλέσει μαζικές αλλαγές στις οικογενειακές δομές. Τα μωρά που γεννήθηκαν στην Κίνα το 1950 είχαν 11 ξαδέλφια και οκτώ θείες και θείους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι παππούδες και οι προπαππούδες είχαν ήδη πεθάνει. Ωστόσο, μέχρι το 2095 οι ερευνητές προβλέπουν ότι ένα νεογέννητο στην Κίνα θα έχει μόλις 1,1 ξαδέλφια κατά μέσον όρο. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των συγγενών του νεογέννητου προβλέπεται στην πραγματικότητα να αυξηθεί, καθώς η πιθανότητα να είναι ζωντανοί και οι τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες φτάνει το 100%. Οι ερευνητές λένε ότι οι προβλέψεις αυτές έχουν ανησυχητικές συνέπειες για το μέλλον της φροντίδας. Ο αριθμός των συγγενών που θα μπορούν να παρέχουν φροντίδα και υποστήριξη στην 65χρονη γυναίκα θα είναι σημαντικά χαμηλότερος στο μέλλον. «Καθώς το ηλικιακό χάσμα μεταξύ των ατόμων και των συγγενών τους διευρύνεται, τα οικογενειακά δίκτυα δεν θα είναι απλώς μικρότερα σε μέγεθος, αλλά και ηλικιακά μεγαλύτερα», σημείωσε ο ερευνητής. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη αρχίσει να αισθάνεται τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας. Ωστόσο, οι μεγαλύτερες επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές στις αναπτυσσόμενες χώρες του παγκόσμιου Νότου, όπου οι δημογραφικές αλλαγές θα είναι οι μεγαλύτερες. «Αυτές οι σεισμικές αλλαγές στη δομή της οικογένειας θα επιφέρουν σημαντικές κοινωνικές προκλήσεις που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στον παγκόσμιο Βορρά και Νότο θα πρέπει να εξετάσουν», κατέληξε ο Γκουτιέρες.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών» «Proceedings of the National Academy of Sciences».