Αυστραλία: Μια εξέταση του τρόπου με τον οποίο έχουν αλλάξει οι κλινικές δοκιμές στην Αυστραλία κατά τα τελευταία 15 χρόνια, εντόπισε προκλήσεις όπως η έλλειψη ισορροπίας στα είδη της έρευνας, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των Αυστραλών ερευνητών και η σημασία της ποικιλομορφίας της χρηματοδότησης. “Οι κλινικές δοκιμές είναι ανεκτίμητες, διότι παρέχουν ιατρικά στοιχεία που αποτελούν τη βάση πολλών θεραπειών και θεραπευτικών μεθόδων που θεωρούμε δεδομένες”, λέει η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Anna Lene Seidler από το Κέντρο Κλινικών Δοκιμών NHMRC στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.
“Σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, η αυστραλιανή δραστηριότητα για κλινικές δοκιμές μπορεί να θεωρηθεί “υγιής”, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. “Η δημόσια χρηματοδότηση είναι σημαντική για τη διασφάλιση της ποικιλομορφίας των δοκιμών, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία στο είδος της έρευνας που υποστηρίζεται, και για την αντιμετώπιση κρίσιμων ερωτημάτων υγείας που διαφορετικά θα αγνοούνταν”. “Για παράδειγμα, η έρευνα πρόληψης έχει σημαντική θέση στις κλινικές δοκιμές, επειδή διερευνά πώς να σταματήσει μια ασθένεια από το να αναπτυχθεί. Η έρευνα πρόληψης είναι πολύ πιο πιθανό να χρηματοδοτηθεί από δημόσιες πηγές παρά από τη βιομηχανία”. Της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο Ιατρικό Περιοδικό της Αυστραλίας, Medical Journal of Australia, ηγήθηκαν ερευνητές από το Κέντρο Κλινικών Δοκιμών NHMRC του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ. Οι ερευνητές εξέτασαν τις κλινικές δοκιμές που διεξήχθησαν στην Αυστραλία μεταξύ 2006 και 2020. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από το Αυστραλιανό Μητρώο Κλινικών Δοκιμών της Νέας Ζηλανδίας και το ClinicalTrials.gov, το οποίο καταγράφει το 95% των καταχωρημένων δοκιμών στην Αυστραλία. Οι αυστραλιανές δοκιμές καλύπτουν μια μεγάλη ποικιλία παρεμβάσεων στον τομέα της υγείας. Από αυτές, το 45% είναι δοκιμές φαρμάκων, ενώ παρατηρείται αύξηση στις προηγούμενες φάσεις αυτών των δοκιμών. Το συντριπτικό ποσοστό των κλινικών δοκιμών επικεντρώθηκε σε θεραπείες (75%) σε σύγκριση με την πρόληψη (15%). Σχεδόν οι μισές από αυτές τις δοκιμές που διεξήχθησαν στην Αυστραλία είχαν κάποια συμμετοχή της βιομηχανίας. Οι δοκιμές με ειδική εστίαση στην υγεία των λαών των Πρώτων Εθνών ήταν 0,8%. Οι δοκιμές γίνονται, επίσης, μικρότερες με την πάροδο του χρόνου και ο αντίκτυπος αυτής της αλλαγής στη συνολική επιτυχία μιας δοκιμής διερευνάται από ερευνητές στο Κέντρο Κλινικών Δοκιμών NHMRC. Η χρηματοδότηση της αυστραλιανής έρευνας ενδέχεται να μην συμβαδίζει με την επιβάρυνση ορισμένων ασθενειών στη χώρα. Πολλοί χορηγοί δοκιμών και επιστήμονες ήταν απρόθυμοι να μοιραστούν δεδομένα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σπατάλη της έρευνας. Μόνον ένας στους πέντε σχεδίαζε να μοιραστεί τα δεδομένα του. Στις ΗΠΑ, είναι υποχρεωτικό ότι κάθε έργο που χρηματοδοτείται από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) πρέπει να μοιράζεται δεδομένα για ορισμένους τύπους μελετών. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας NIH είναι ένας μεγάλος δημόσιος φορέας χρηματοδότησης των δοκιμών στις Η.Π.Α. Ωστόσο, στην Αυστραλία, η κοινή χρήση δεδομένων για κλινικές δοκιμές δεν επιβάλλεται από το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Ιατρικής Έρευνας της Αυστραλίας , το οποίο είναι υπεύθυνο για την ιατρική έρευνα και ένας σημαντικός δημόσιος φορέας χρηματοδότησης στη χώρα. Η συν-συγγραφέας Dr. Melina Willson, Διαχειρίστρια μητρώου κλινικών δοκιμών Αυστραλίας-Νέας Ζηλανδίας αναφέρει ότι υπάρχει πλέον μια εθνική υποδομή τα «Δεδομένα Υγείας Αυστραλίας» που βοηθά έναν ερευνητή να ζητήσει πρόσβαση σε δεδομένα. Τα «Δεδομένα Υγείας Αυστραλίας» είναι μια σημαντική υποδομή που ενθαρρύνει την ανταλλαγή δεδομένων. Τώρα χρειαζόμαστε πολιτικές από δημόσιους χρηματοδότες, όπως το Κέντρο Κλινικών Δοκιμών NHMRC, και εμπορικούς χρηματοδότες, καθώς και αξιοποίηση από την ευρύτερη ερευνητική κοινότητα των κλινικών δοκιμών για την περαιτέρω επιτυχία τους. Η Αυστραλία θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτή τη δυναμική και να αποτελέσει το πρότυπο για συντονισμένη δράση διεθνώς”.
Βασικά ευρήματα:
- 453 κλινικές δοκιμές σε 15 χρόνια.
- Λιγότεροι άνθρωποι φαίνεται να συμμετέχουν σε δοκιμές ψυχικής υγείας, μυοσκελετικές και νευρολογικές δοκιμές από ό,τι αναμενόταν.
- Το 38% των δοκιμών αναφέρουν τη βιομηχανία ως κύριο χορηγό.
- Το 61% των χορηγιών προήλθε από μη εμπορικές πηγές, στις οποίες περιλαμβάνονται η κυβέρνηση και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
- Συστηματική απροθυμία των χορηγών των δοκιμών και των ερευνητών να μοιραστούν δεδομένα κατά τη δημιουργία του λογαριασμού της δοκιμής τους, έως και 20%.
- Αυτό αποτελεί ζήτημα, καθώς η έλλειψη κοινής χρήσης σημαίνει επίσης επικάλυψη στα σχέδια των δοκιμών και λιγότερο αποτελεσματική κατανομή των πόρων/χρηματοδότησης.
- Τα μεγέθη των δειγμάτων μικραίνουν στις δοκιμές με την πάροδο του χρόνου.