Δυνατότητα οπλοφορίας, με γνωμάτευση και από γενικό γιατρό, θα έχουν στο εξής οι ενδιαφερόμενοι πολίτες, σύμφωνα με απόφαση του υπουργείου Υγείας, ενώ μέχρι τώρα αρμόδιοι να κρίνουν την κατάσταση της ψυχικής υγείας όσων ζητούσαν άδεια ήταν ψυχίατροι, νευρολόγοι και παθολόγοι.
Η Ελληνική Ένωση Γενικής Ιατρικής χαιρετά με ανακοίνωση της την απόφαση, με αναλυτική επιχειρηματολογία, που περιληπτικά στηρίζεται στα ακόλουθα:
- Τη δυνατότητα να κρίνει την ψυχική υγεία του ατόμου που ζητά άδεια οπλοφορίας ένας Παθολόγος, χωρίς εκπαίδευση στην Ψυχιατρική και να αποκλείεται ο Γενικός Γιατρός που έχει 3μηνη εκπαίδευση.
- Την εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος των ενδιαφερομένων , που στη συντριπτική τους πλειοψηφία διαμένουν στην ύπαιθρο και ζητούν άδεια κυνηγητικού και όχι πυροβόλου όπλου.
- Την συνήθως πλεονεκτική θέση του γενικού γιατρού έναντι του εξειδικευμένου ψυχιάτρου, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης που έχει αναπτύξει με τον ασθενή.
Η απόφαση του υπουργείου συμπληρώνει νόμο του 1994, σύμφωνα με τον οποίο, ανάμεσα σε άλλα απαιτούμενα έγγραφα για την άδεια οπλοφορίας, απαραίτητο ήταν να υπάρχει πιστοποιητικό γιατρού ειδικότητας Νευρολόγου – Ψυχιάτρου ή Παθολόγου. Μετην αλλαγή που πρόσθεσε η Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Υπηρεσιών Υγείας αποφασίστηκε να γίνονται αποδεκτά και τα πιστοποιητικά που χορηγούνται από γιατρούς Γενικής Ιατρικής.
Για το θέμα είχε προσφύγει κατ´επανάλειψη στο υπουργείο Υγείας η Ελληνική Ένωση Γενικής Ιατρικής αλλά και η ΕΛΕΓΕΙΑ και η απόφαση ικανοποίησε τους γενικούς γιατρούς, αλλά αναμένεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από τους ψυχιάτρους.
Αναλυτικότερα, τώρα, στην ανακοίνωση της η Ένωση Γενικής Ιατρικής τονίζει ότι είδε με ιδιαίτερη ικανοποίηση να αποκαθίσταται ένα κενό του νόμου σε σχέση με την ικανότητα του Γενικού-Οικογενειακού Γιατρού να κρίνει την κατάσταση της ψυχικής υγείας αιτούντων άδεια οπλοφορίας.
«Η απόφαση αυτή» προσθέτει «διορθώνει τον παραλογισμό του απαρχαιωμένου νόμου, που επιτρέπει την αξιολόγηση της ψυχικής κατάστασης των αιτούντων άδεια οπλοφορίας από παθολόγους, που δεν εκπαιδεύονται κατά τη διάρκεια της ειδίκευσης τους σε Ψυχιατρική κλινική και την απαγορεύει στους Γενικούς Ιατρούς, που εκπαιδεύονται κατά τη διάρκεια της ειδίκευσης τους σε Ψυχιατρική κλινική επί τρίμηνο.
Θα εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον και τις ανάγκες του πληθυσμού της χώρας. Πιο συγκεκριμένα η συντριπτική πλειοψηφία αιτήσεων άδειας οπλοφορίας αφορά κυνηγετικά όπλα και όχι πυροβόλα και η πλειοψηφία των κυνηγών βρίσκεται στην ύπαιθρο μακριά από εξειδικευμένους ψυχιάτρους. Οι αιτούντες άδεια οπλοφορίας εξοικονομούν χρόνο και χρήμα επισκεπτόμενοι τον ιατρό Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.»
Τονίζεται επίσης ότι «Όσον αφορά το επιστημονικό υπόβαθρο της απόφασης και το αν ο ιατρός Γενικής Ιατρικής μπορεί να αξιολογήσει τη ψυχική κατάσταση του αιτούντα άδεια οπλοφορίας, πρέπει να τονίσουμε πως πολλές φορές ο ιατρός αυτός είναι σε πλεονεκτική θέση, ακόμα και σε σχέση με τον εξειδικευμένο ψυχίατρο. Το πλεονέκτημα αυτό προκύπτει από το ότι ο Γενικός/ Οικογενειακός Γιατρός γνωρίζει τον ασθενή μέσα στο κοινωνικό, οικογενειακό, πολιτισμικό του περιβάλλον και αναπτύσσει μαζί του μια μακρόχρονη, αμφίδρομη σχέση.
Έτσι δυνατόν να γνωρίζει πως ο αιτούντας άδεια έχει οικογενειακό ιστορικό αυτοκτονίας, πρόσφατα είχε μια σημαντική απώλεια (σχέση, εργασία κλπ), στο παρελθόν είχε παρουσιάσει αυτοκτονικό ιδεασμό, είχε επιδείξει επιθετικότητα, είχε προβεί σε πράξεις βίας, έκανε κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών, είχε διαγνωστεί με ψυχική διαταραχή κλπ. Πολλά από αυτά δυνατόν, εσκεμμένα να μην τα αποκαλύψει ποτέ στον ειδικό ψυχίατρο στην μια και μοναδική επίσκεψη αξιολόγησης του.
Φυσικά σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας επί της ψυχικής κατάστασης ο Γενικός Ιατρός οφείλει να παραπέμψει τον εξεταζόμενο σε ειδικό ψυχίατρο. Τα ανωτέρω έχουν αναγάγει την ιατρική αξιολόγηση του αιτούντα άδεια οπλοφορίας από τον Γενικό Ιατρό του κοινή πρακτική στις περισσότερες χώρες.»
Στη συνέχεια,στην ανακοίνωση εκφράζεται η επιθυμία να τεθούν κάποια θέματα για προβληματισμό και γόνιμη συζήτηση, τονίζοντας πως είναι πραγματικά δύσκολο να αξιολογήσει ένας γιατρός την ψυχική ικανότητα και τον τρέχοντα, αλλά και τον μελλοντικό κίνδυνο πράξης βίας.
«Η δυσκολία αυτή» αναφέρεται « γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από την απουσία προτύπων και συστάσεων για την αξιολόγηση, όχι μόνο της ψυχικής, αλλά και της σωματικής ικανότητας των αιτούντων άδεια οπλοφορίας. Απουσιάζει στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές άλλες, ένας κανονισμός αντίστοιχος με αυτόν για την αξιολόγηση της ικανότητας υποψηφίων οδηγών, όπου καθορίζονται σειρά καταστάσεων που δυνατόν να επηρεάσουν την ασφάλεια στην οδήγηση: ψυχιατρικών, αλλά και μυοσκελετικών, καρδιακών, αναπνευστικών, νευρολογικών, ενδοκρινολογικών κλπ Μπορεί κάποιος σε καλή ψυχική υγεία να λάβει άδεια οπλοφορίας, ενώ έχει ελαττωμένη όραση ή νόσο του Parkinson; Πρέπει να γίνεται τοξικολογικός έλεγχος για αλκοόλ ή ναρκωτικές ουσίες πριν τη χορήγηση άδειας; Απαραίτητη η ένδειξη στον ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς πως κάποιος έχει άδεια οπλοφορίας. Αν προκύψουν στην πορεία δεδομένα που θέτουν σε αμφισβήτηση την ικανότητα του να οπλοφορεί, ο οικογενειακός γιατρός θα πρέπει να μπορεί ζητά την ανάκληση της.»
Υπογραμμίζουν ακόμη πως υπάρχουν αρκετοί συνάδελφοι, γιατροί ΠΦΥ, αλλά και ψυχίατροι, που θεωρούν την οποιαδήποτε συμμετοχή τους σε διαδικασία έγκρισης άδειας οπλοφορίας ως εκτός της ηθικής τους, καθώς δεν εξυπηρετεί τον πρωταρχικό σκοπό της ιατρικής επιστήμης. Οι γιατροί αυτοί θα πρέπει ενημερώνοντας τις αστυνομικές αρχές να εξαιρούνται από τους γιατρούς που προβαίνουν στην αξιολόγηση των αιτούντων άδεια.
Τέλος, εκφράζουν την ευχή «πως η αποκατάσταση του παραλογισμού στο γράμμα του νόμου θα αποτελέσει ένα έναυσμα για την καλύτερη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου, γύρω από την αξιολόγηση της ικανότητας για οπλοφορία και όχι για ένα στείρο συνδικαλιστικού περιεχομένου πόλεμο ειδικοτήτων, όπως άφησαν να εννοηθεί δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών.