Πρωτοσέλιδο

Η νεογνική υπογλυκαιμία σχετίζεται με εγκεφαλική δυσλειτουργία

Η νεογνική υπογλυκαιμία σχετίζεται με εγκεφαλική δυσλειτουργία
Μία διαταραχή που επηρεάζει ένα στα έξι βρέφη συνδέεται με την εξασθένιση ορισμένων λειτουργιών του εγκεφάλου υψηλού επιπέδου κατά την ηλικία των 4,5 ετών. Ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που είχαν χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους ως νεογέννητα ήταν δύο έως τρεις φορές πιο πιθανό να έχουν δυσκολίες στην εκτελεστική λειτουργία (δεξιότητες για την […]

Μία διαταραχή που επηρεάζει ένα στα έξι βρέφη συνδέεται με την εξασθένιση ορισμένων λειτουργιών του εγκεφάλου υψηλού επιπέδου κατά την ηλικία των 4,5 ετών.

Ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που είχαν χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους ως νεογέννητα ήταν δύο έως τρεις φορές πιο πιθανό να έχουν δυσκολίες στην εκτελεστική λειτουργία (δεξιότητες για την επίλυση προβλημάτων, σχεδιασμό, μνήμη και προσοχή), τον οπτικοακουστικό συντονισμό, τον έλεγχο της κίνησης και την  κατανόηση του τι βλέπουν στην ηλικία των 4,5 ετών συγκριτικά με παιδιά που είχαν φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Συνολικά, όσο χαμηλότερα ήταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η επίπτωση. Δεν υπήρχε ωστόσο σύνδεση με μειωμένη νοημοσύνη όπως μετράται με το διανοητικό πηλίκο (IQ).

Τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκαν στο κορυφαίο περιοδικό JAMA Pediatrics , είναι τα τελευταία από μια μεγάλη μακροχρόνια μελέτη, που ονομάστηκε μελέτη “CHYLD”, μιας διεθνούς ερευνητικής ομάδας με επικεφαλής την καθηγήτρια Jane Harding στο Ινστιτούτο Liggins του Πανεπιστημίου του Ώκλαντ. Η ομάδα περιλαμβάνει ερευνητές από το Ινστιτούτο Liggins, από το Πανεπιστήμιο του Auckland, από το νοσοκομείο Waikato, από το Πανεπιστήμιο του Canterbury και από το Πανεπιστήμιο του Waterloo. Παρακολούθησαν 614 νεογνά στη Νέα Ζηλανδία που εμφάνισαν υπογλυκαιμία έως την παιδική ηλικία για να δουν αν η πάθηση επηρεάζει την μετέπειτα ανάπτυξη και ανάπτυξη τους.

Η χαμηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρο στο αίμα επηρεάζει έως και το 15% όλων των μωρών και είναι η μόνη συχνή αιτία πρόκλησης εγκεφαλικής βλάβης στη βρεφική ηλικία. Τα μωρά που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο υπογλυκαιμίας είναι εκείνα που γεννήθηκαν πρόωρα, μικρότερα ή μεγαλύτερα από το συνηθισμένο και τα μωρά των οποίων οι μητέρες έχουν διαβήτη.

Τα μισά από τα βρέφη στη μελέτη CHYLD διαγνώστηκαν και υποβλήθηκαν σε θεραπεία για χαμηλά επίπεδα σακχάρων στο αίμα σύμφωνα με τις οδηγίες. Στο 70% πραγματοποιήθηκε συνεχής παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, που ανίχνευσε σε ορισμένα μωρά χαμηλά επίπεδα που δεν είχαν διαγνωσθεί από τις συνήθεις εξετάσεις αίματος. Οι ερευνητές αξιολόγησαν διεξοδικά την ανάπτυξη και την ανάπτυξη αυτών των μωρών σε δύο χρόνια και πάλι σε 4,5 έτη (477 από τα αρχικά 614 μωρά συμμετείχαν στην τελευταία παρακολούθηση).

«Σε δύο χρόνια δεν υπήρχε σχέση μεταξύ των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και της ανάπτυξης του εγκεφάλου, αλλά στην ηλικία των 4,5 ετών, είναι σαφές ότι τα παιδιά που είχαν χαμηλά επίπεδα σακχάρου είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν συγκεκριμένες δυσκολίες. Δεν γνωρίζουμε ακόμα τι σημαίνουν αυτές οι διαταραχές για τα παιδιά. Εάν διαπιστώσουμε ότι στην ηλικία των 9-10 ετών αυτά τα παιδιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν δυσκολίες ανάγνωσης και μαθηματικών, τότε ίσως χρειαστεί να ξανασκεφτούμε επειγόντως ποιο θα είναι το διαγνωστικό όριο της υπογλυκαιμίας», λέει η Harding.