Συνέντευξη στην Νικολέτα Ντάμπου
Για τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις(ΜΚΟ) στην φροντίδα υγείας, καλύπτοντας τους ασθενείς εκεί όπου υπάρχει παντελής απουσία του κράτους αλλά και για τα οφέλη που προκύπτουν από την συνεργασία του κράτους με τις ΜΚΟ καθώς και τι χάνουμε που δεν υπάρχει η συνεργασία αυτή σήμερα στην Ελλάδα , μιλάει ο Δρ. Εμμανουήλ Αλεξανδράκης στην συνέντευξη που παραχώρησε στο Healthweb.
Ο Δρ. Εμμανουήλ Αλεξανδράκης, είναι Καθηγητής στο MBA International του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (π. ΑΣΟΕΕ), με αντικείμενο τη Στρατηγική στον Τομέα Υγείας. Παράλληλα, είναι Επικεφαλής Ανάπτυξης Ερευνών του Ανεξάρτητου Γερμανικού Οικονομικού Ερευνητικού Ινστιτούτου WifOR, καθώς και μέλος Τομέων (Υγεία, Παιδεία-Έρευνα και Καινοτομία) στη Νέα Δημοκρατία.
Με ποιον τρόπο μπορούν οι ΜΚΟ να συνεισφέρουν στην δημόσια υγεία; Πείτε μας ένα παράδειγμα.
Για να απαντήσω σε αυτό, επιτρέψτε μου πρώτα να αναφερθώ σε μια σύγχυση που υπάρχει μεταξύ της έννοιας του «κράτους» και αυτής του «δημοσίου». Οι δύο αυτές έννοιες συχνά ταυτίζονται. Και δυστυχώς η έκφραση του κρατικισμού, υπό την έννοια της αποκλειστικής εμπλοκής του κράτους σε όλες τις δημόσιες δραστηριότητες, έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Παρά ταύτα, οι ΜΚΟ, που σήμερα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε διάφορα στάδια της φροντίδας υγείας, κυρίως εκεί όπου υπάρχει παντελής απουσία του κράτους, δεν έχουν ποτέ ενταχθεί σε ένα ενιαίο σχέδιο αντιμετώπισης της υγείας των πολιτών που θα έπρεπε να υπάρχει με ευθύνη της πολιτείας.
Πείτε μας ένα παράδειγμα
Έτσι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ουσιαστική μέριμνα για την παρηγορητική φροντίδα στον καρκίνο και Σύλλογοι Ασθενών, όπως ο Σύλλογος Καρκινοπαθών ΚΕΦΙ, υλοποιούν προγράμματα όπως το «Μαζί και στο Σπίτι», που υποστηρίζει ογκολογικούς ασθενείς στο σπίτι τους, επιχειρώντας να αναπληρώσει ένα κενό στην φροντίδα. Τέτοια προγράμματα θα έπρεπε να αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα της δημόσιας παροχής υγείας και γιατί όχι, εφόσον καλύπτουν αποτελεσματικά μια συγκεκριμένη ανάγκη υγείας, να χρηματοδοτούνται και από το κράτος, συμπληρωματικά της όποιας εθελοντικής δράσης και πρωτοβουλίας εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Με αυτό τον τρόπο, το τελικό αποτέλεσμα για τον ασθενή θα είναι καλύτερο και με το μικρότερο δυνατό κόστος. Είναι ξεκάθαρο ότι οι όποιοι ιδεοληπτικοί περιορισμοί, που δεν λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών και δεν ενδιαφέρονται για την αποτελεσματικότητα, δεν μπορεί να συμβάλουν σε μία δημόσια υγεία που θα παρέχεται με κοινωνική δικαιοσύνη. Και αυτό γίνεται μονάχα με διαφανείς και έξυπνες συμπράξεις του κράτους, των ιδιωτών και της Κοινωνίας των Πολιτών.
Χαίρομαι, γιατί για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσιάστηκε ένα πρόγραμμα για την Υγεία από τη ΝΔ που θέτει στόχους για ένα υψηλό επίπεδο υγείας του πληθυσμού, όπως συμβαίνει σε όλα τα προηγμένα κράτη του κόσμου. Ανεξάρτητα από επιμέρους απόψεις που θα μπορούσε να έχει κανείς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι για πρώτη φορά τίθενται συγκεκριμένοι και μετρήσιμοι στόχοι για την πρόληψη και την κάλυψη της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Σημειώνω ότι σήμερα στην Ελλάδα διατίθενται από το κράτος λίγο πάνω από το 1,5% του προϋπολογισμού ουσιαστικά για την πρόληψη, ενώ η πρόληψη θα έπρεπε να ήταν το κυρίαρχο μέρος της παρέμβασης, εξασφαλίζοντας έναν υγιέστερο πληθυσμό, αλλά και συνολικότερη εξοικονόμηση δαπανών υγείας. Προφανώς λοιπόν θα πρέπει να ενισχυθεί η πρόληψη και αυτό αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα για την Υγεία της ΝΔ.
Το σπουδαιότερο απ’ όλα, ωστόσο, είναι ότι η βασική αρχή που διέπει την προγραμματική αυτή πρόταση για την υγεία είναι ότι η παροχή των υπηρεσιών φροντίδας υγείας θα γίνεται μέσω συμπράξεων ιδιωτικής και κρατικής δράσης, κατά περίπτωση και ανάλογα με το ποιο είναι το βέλτιστο μείγμα. Δηλαδή θέτονται οι στόχοι για τη δημόσια υγεία που θέλουμε και στη συνέχεια αποφασίζεται με ποιο τρόπο αυτοί θα επιτευχθούν καλύτερα. Με βάση την εμπειρία στα χρόνια της κρίσης, σε αυτό το πρότυπο υπάρχει πολύς χώρος για τη συντονισμένη δραστηριοποίηση των ΜΚΟ και αυτή είναι μια ευκαιρία που δεν θα πρέπει να χαθεί. Η κρίσιμη εξ’ άλλου εμπειρία των Γιατρών του Κόσμου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια στην πρόληψη και στην παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα ορθής και αποτελεσματικής πρακτικής που θα είναι κρίμα να μην αξιοποιηθεί εντός ενός νέου πλαισίου για την υγεία. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά στην πρόληψη και θα πρέπει συνεπώς να αξιοποιηθούν με έναν συνολικότερο τρόπο για να ωφεληθούν περισσότεροι και με καλύτερες υπηρεσίες.
Με ποια μορφή συνεργασίας θα μπορούσε το κράτος να συνεργαστεί αποτελεσματικά με τις ΜΚΟ που ασχολούνται με τον τομέα υγείας; Ποια είναι τα οφέλη που θα προκύψουν; Τι χάνουμε που δεν υπάρχει η συνεργασία αυτή σήμερα;
Η υγεία αποτελεί ένα αγαθό που συνδέεται με την ποιότητα της ζωής σε μια κοινωνία , αλλά και με την παραγωγικότητα της οικονομίας. Ένας υγιέστερος πληθυσμός είναι συνολικά παραγωγικότερος από έναν λιγότερο υγιή πληθυσμό και οι επιδόσεις αυτές εκφράζονται πολλαπλασιαστικά μέσα στην οικονομία, δημιουργώντας περαιτέρω δραστηριότητες και επιπλέον πλούτο, και ούτω καθεξής. Ως εκ τούτου, η διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου δημόσιας υγείας είναι ξεκάθαρη αρμοδιότητα του κράτους και σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εντάσσονται και οι δραστηριότητες τόσο του ιδιωτικού τομέα, όσο και των ΜΚΟ στην υγεία. Το κράτος θα πρέπει να έχει την ευθύνη διαμόρφωσης ενός διαφανούς πλαισίου, όπου το ίδιο, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις που εμπλέκονται στη διαδικασία παροχής φροντίδας υγείας σε μια κοινωνία, θα συνεργάζονται με τρόπο τέτοιο, όπου θα διασφαλίζεται η διαφάνεια του αποτελέσματος (δηλαδή ποιος κάνει τι και με τί κόστος) και ο φορέας εκείνος που θα μπορεί να συνεισφέρει αποτελεσματικότερα, να μπορεί να λαμβάνει κρατικούς πόρους. Μόνον έτσι μπορεί να επιτευχθεί μία βέλτιστη δημόσια υγεία, με δεδομένους τους διαθέσιμους πόρους και τις δυνάμεις της κοινωνίας και οικονομίας που δραστηριοποιούνται στην υγεία. Το όφελος είναι ότι όλοι θα συνεισφέρουν με τον καλύτερο τρόπο για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων και αναγκών και το αποτέλεσμα θα είναι μετρήσιμο και το καλύτερο δυνατό για τον πολίτη. Αυτό φυσικά προϋποθέτει ότι οι φορείς εκείνοι που δεν θα λειτουργούν αποτελεσματικά, ανεξάρτητα με το αν προέρχονται από το κράτος, την Κοινωνία των Πολιτών ή τον ιδιωτικό τομέα, δεν θα υποστηρίζονται εντός ενός τέτοιου προτύπου σύμπραξης για τη δημόσια υγεία.
Ποιος είναι ο ρόλος του κράτους;
Ο ρόλος του κράτους είναι να εξασφαλίζει ένα επιθυμητό επίπεδο υγείας, ως κοινωνική και αναπτυξιακή προϋπόθεση, που θα πρέπει να στοχοθετείται και να μετριέται. Και φυσικά, η κάθε δραστηριότητα που συμβάλλει στην εξασφάλιση της δημόσιας υγείας, θα πρέπει να μπαίνει σε αυτήν την εξίσωση. Αυτό σημαίνει ότι η πάσης φύσης ιδιωτική δραστηριότητα που επιδρά στην υγεία, αλλά και οι δραστηριότητες για την υγεία της Κοινωνίας των Πολιτών στην πρόληψη, στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, στην κοινωνική στήριξη κοκ., που αφορούν στην υγεία του πληθυσμού, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να συνεκτιμώνται στην τελική μέτρηση της απόδοσης ενός συστήματος υγείας. Η κοινωνική δράση που πραγματοποιείται από άτομα ή ομάδες στο πλαίσιο των ΜΚΟ, που δεν συνδέονται με το κράτος ούτε διοικούνται από αυτό, δεν είναι λογικό να αποτελούν εξαίρεση. Αξίζει να υπογραμμίσω ότι, στη χώρα μας, η δραστηριοποίηση των ΜΚΟ στον τομέα της υγείας έχει υπάρξει ιδιαίτερα σημαντική, κυρίως τα τελευταία χρόνια, λόγω των αθροιστικών πιέσεων που είχαν στο σύστημα υγείας ο συνδυασμός των πολύ αυξημένων και ανέλεγκτων προσφυγικών ροών με τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στους προϋπολογισμούς της υγείας. Ωστόσο, το σύστημα υγείας συνεχίζει και αντιμετωπίζει μεμονωμένα τους φορείς που συνεισφέρουν στην δημόσια υγεία και όχι όπως θα έπρεπε, δηλαδή ως ενιαίο σύνολο.
Εν κατακλείδι, αυτό που υποστηρίζω είναι ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η Δημόσια Υγεία του πληθυσμού, απαιτείται η σύμπραξη μεταξύ κράτους, ιδιωτικού τομέα, αλλά και των φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών και του εθελοντισμού. Και η συνεργασία αυτή είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να ωφεληθεί ο κόσμος, αλλά και η οικονομία συνολικότερα, από την αξιοποίηση των συνεργειών που προκύπτουν από ένα σύστημα όπου ο κάθε εμπλεκόμενος συνεισφέρει με τον καλύτερο τρόπο.
Είναι παρεξηγημένη η έννοια ΜΚΟ, λόγω λαθών του παρελθόντος, πώς πιστεύετε ότι μπορεί να ξεπεραστεί αυτό και μια κυβέρνηση να συνεργαστεί με MΚΟ, χωρίς αντιδράσεις από την αντιπολίτευση;
Το ζήτημα των δυσλειτουργιών των ΜΚΟ είναι όντως παλαιό και ευρύτερο. Η απάντηση στο ερώτημά σας είναι ότι ο χρηματοδότης/δωρητής οφείλει να ελέγχει αν πληρούνται οι όροι βάσει των οποίων έγινε η χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, σε προγράμματα ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ υπάρχει σφιχτός έλεγχος, ελαχιστοποιώντας τις όποιες παρατυπίες. Αυτό ισχύει για όλους. Συνεπώς ο ιδιώτης ή/και το κράτος που συμπράττει με μια ΜΚΟ προκειμένου να υλοποιηθεί μια παρέμβαση στην υγεία οφείλει να ελέγχει την αποτελεσματικότητα των ενεργειών, τόσο ως προς την οικονομική διαχείριση όσο ως προς την επίδραση στους τελικούς αποδέκτες. Η τεχνολογία σήμερα επιτρέπει την παρακολούθηση των διαδικασιών και του αποτελέσματος μιας δράσης και αυτό είναι η δικλείδα ασφαλείας μας για την εξασφάλιση της διαφάνειας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης της όποιας συνεργασίας του κράτους με ιδιώτες ή μη-κρατικούς φορείς.
Τώρα, σχετικά με το θέμα που θέτετε για αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, ποτέ δεν μπορούν να αποκλειστούν, εφόσον υπάρχουν ουσιαστικές ιδεολογικές διαφορές (π.χ. ότι η υγεία θα πρέπει να παρέχεται μόνον από το κράτος, αδιαφορώντας για το πώς εν τέλει παρέχεται). Πιστεύω ωστόσο ότι θα εξομαλυνθούν τα πράγματα και με μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης, όταν αποτυπωθούν και παρουσιαστούν τα θετικά αποτελέσματα συμπράξεων, εκεί όπου υπάρχει εμπειρία και όφελος. Ο πολίτης είναι ο τελικός κριτής και αυτός θα πρέπει να γνωρίζει τί δίνει και τι λαμβάνει. Και στην υγεία, εφόσον υπάρξει διαφάνεια, τα θετικά αποτελέσματα μπορούν γρήγορα να φανούν.