Πολιτική Υγείας

Ειρήνη Αγαπηδάκη: Αναμόρφωση του θεσμού του “αγροτικού γιατρού” – Ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Υγείας

Ειρήνη Αγαπηδάκη: Αναμόρφωση του θεσμού του “αγροτικού γιατρού” – Ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Υγείας
Καταλαβαίνω ότι και οι γιατροί που υπηρετούν στο ΕΣΥ πολλά χρόνια έχουν τα δικά τους παράπονα. Δεν μπορούμε όμως να θέτουμε ένα δίλημμα στην κοινωνία αν θα ενισχύσουμε τους παλαιότερους γιατρούς ή τους νέους γιατρούς. Δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα για την Πολιτεία. Ενισχύουμε όλους με διαφορετικό τρόπο, γιατί έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε μία από αυτές τις ομάδες

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Ειρήνη Αγαπηδάκη: «Είναι κοινωνικό αίτημα να ενισχυθεί η Πρωτοβάθμια Υγεία. Αναμορφώνουμε τον αναχρονιστικό θεσμό του Αγροτικού γιατρού», επισήμανε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη, μιλώντας στο αναλυτικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ με τον Γιώργο Κουβαρά. Αναφορικά με στοιχεία που υπάρχουν από την εφαρμογή του προγράμματος «Φώτη Γεννηματά» και την επέκτασή του στις γυναίκες ηλικίας 45-74 ετών, αλλά και για το πού προσβλέπει το υπουργείο Υγείας με το «άνοιγμα» των ηλικιακών κριτηρίων, αποσαφήνισε: «Πέντε μήνες μετά το πρόγραμμα είχαμε περί τις 40.000 μαστογραφίες, τώρα έχουμε ξεπεράσει τις 300.000. Το έχουν αγκαλιάσει οι γυναίκες. Είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται στη χώρα μας ένα τέτοιο πληθυσμιακό πρόγραμμα πρόληψης (…) Οι οδηγίες που είχαμε μέχρι τώρα άλλαξαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλάζουμε και εμείς τις εθνικές οδηγίες και αυτό που προσδοκούμε είναι να το αγκαλιάσουν ακόμη περισσότερες γυναίκες, να σώσουμε ακόμα περισσότερες ζωές. Καταλαβαίνω τι μπορεί να φοβούνται οι γυναίκες. Είναι φυσικό να φοβόμαστε. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να μη μας εμποδίζει ο φόβος από το να φροντίσουμε τον εαυτό μας».


Με αφορμή το σχέδιο τριών μέτρων που έχει εξαγγελθεί προκειμένου να προσελκυθούν παθολόγοι και γενικοί γιατροί, σχετικά με το γιατί παύονται οι αγροτικοί γιατροί και δρομολογείται τοποθέτηση προσωπικών γιατρών σε όλη τη χώρα, τόνισε «Υπάρχει ένα κοινωνικό αίτημα να ενισχυθεί η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Τι σημαίνει αυτό: πρέπει να ενισχύσουμε την υγεία και να μην ασχολούμαστε μόνο με την ασθένεια. Το Υπουργείο Υγείας εργάζεται παράλληλα σε δύο επίπεδα. Και όλη η ομάδα και ο υπουργός και οι αρμόδιοι υφυπουργοί και εγώ δουλεύουμε σε αυτούς τους δύο άξονες (…) Από τη μία εφαρμόζουμε τις νέες δράσεις για τα χειρουργεία, για την ενίσχυση του ΕΚΑΒ που ανακοίνωσε ο υπουργός, για τα Αγγειακά Εγκεφαλικά επεισόδια, τις νέες μονάδες και παράλληλα εργαζόμαστε στον τομέα της Πρωτοβάθμιας. Έχουμε αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να αναμορφώσουμε επιτέλους αυτόν τον αναχρονιστικό θεσμό του αγροτικού. Οι γιατροί αυτοί ήταν μόνοι τους σε διάφορα μέρη της χώρας και διαχειρίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια πάρα πολύ δύσκολα περιστατικά, χωρίς υποστήριξη. Χρειάζεται λοιπόν μια αναμόρφωση. Να ενταχθούν στο πλαίσιο της Πρωτοβάθμιας ως προσωπικοί γιατροί. Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι είναι εκπαιδευμένοι (…) Να το θέσω με ένα πρακτικό παράδειγμα: Σήμερα ένας αγροτικός ιατρός έχει πληθυσμό ευθύνης όλη την περιοχή στην οποία βρίσκεται και είναι μόνος. Οι προσωπικοί γιατροί έχουν έναν πληθυσμό ευθύνης που δεν ξεπερνά τις 2.000. Άρα λοιπόν θα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στους πολίτες και να έχουν μια υποστήριξη. Γιατί δεν είναι μόνο του αυτό το μέτρο. Θα έχουν και δίπλα τους ένα βοηθό να τους συντονίζει τη φροντίδα, να κάνει μια σειρά από πράγματα. Άρα ερχόμαστε να αναβαθμίσουμε συνολικά αυτό το μοντέλο και όχι απλώς να  αντικαταστήσουμε, όπως διάβασα σε κάποιες περιπτώσεις, τον αγροτικό με τον προσωπικό γιατρό». Με αφορμή την αιτίαση των νοσοκομειακών γιατρών, οι οποίοι λένε ότι ένας νεαρός γιατρός, ο οποίος απλά θα έχει επιλέξει μια συγκεκριμένη ειδικότητα, θα εισπράττει περισσότερα από ό,τι ένας γιατρός που έχει θητεία πάνω από 35 χρόνια στο ΕΣΥ, η κα Αγαπηδάκη ανέφερε: «Σέβομαι τον ρόλο των συνδικαλιστικών σωματείων των οργανώσεων. Καταλαβαίνω ποια είναι η αποστολή τους. Όμως, υπάρχει ένα κοινωνικό αίτημα πάρα πολύ ισχυρό και διαχρονικό, πάνω από δέκα χρόνια, να κρατήσουμε τους γιατρούς στη χώρα μας, τα παιδιά μας, στην πατρίδα μας και δεύτερον να έχουμε ειδικότητες που λείπουν από το σύστημα Υγείας. Κάνουμε προκηρύξεις στο ΕΣΥ και βγαίνουν άγονες για θέσεις παθολόγων. Όχι γιατί δεν είναι ελκυστικό το ΕΣΥ, αλλά γιατί δεν έχουμε πια παθολόγο στη χώρα. Δεν πρέπει να τους δημιουργήσουμε; Ερχόμαστε λοιπόν να δώσουμε κίνητρα. Και το λέω αυτό γιατί μετατρέπεται μια συζήτηση που έχει μια πολύ συγκεκριμένη στόχευση, το να παρέχουμε κίνητρα για να δημιουργήσουμε παθολόγους και γενικούς γιατρούς, σε μια συζήτηση για τα μισθολογικά του ΕΣΥ – κάτι που είναι λάθος, διότι έχουμε δώσει για παράδειγμα 400 ευρώ επίδομα στους ανθρώπους, στους γιατρούς που υπηρετούν στις ΜΕΘ και στους αναισθησιολόγους. Τίθεται θέμα μισθολογικό εκεί; Δίνουμε 1800 ευρώ στους ανθρώπους που πάνε στα νησιά και υπηρετούν. Τίθεται θέμα μισθολογικό εκεί; 1.200 αντίστοιχα στους νοσηλευτές (…)

Αν δεν κάνουμε κάτι για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε περισσότερους νέους γιατρούς, αυτό που θα συμβεί είναι ότι σε λίγα χρόνια που η κα Παγώνη και διάφοροι άλλοι άνθρωποι θα πάρουν σύνταξη, θα μείνουν αυτές οι θέσεις ορφανές. Και αυτό που θα συμβεί είναι μια φοβερή αιμορραγία που η πολιτεία δεν μπορεί να επιτρέψει: Δηλαδή, μόλις 6% των αποφοίτων των ιατρικών σχολών στη χώρα μας επιλέγουν την παθολογία, σε σύγκριση με το 26% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το ποσοστό πάμε να καλύψουμε. Δεν πρέπει να μετατρέπεται αυτή η συζήτηση σε συζήτηση για τα μισθολογικά του ΕΣΥ. Ενισχύουμε κάθε ομάδα στο ΕΣΥ με διαφορετικό τρόπο. Δεν αποκλείουμε καμία». Ως προς τον επαναπατρισμό Ελλήνων γιατρών, σημείωσε: «(…) Το πρόγραμμα αυτό έχει στόχο. Είναι μια συζήτηση η οποία αφορά ευρύτερα την πρωτοβάθμια. Καταλαβαίνω τον ρόλο των συνδικαλιστικών φορέων, αλλά όταν απομονώνουμε ένα οικονομικό κομμάτι και το βάζουμε σε ένα άλλο πλαίσιο, δημιουργούμε λάθος εντυπώσεις. Αυτό το πρόγραμμα αφορά ειδικότητες οι οποίες δεν υπάρχουν στη χώρα. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Στη Θεσσαλία χρειαστήκαμε επιδημιολόγο πεδίου. Αυτή η ειδικότητα δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Δεν διδάσκεται στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ερχόμαστε να κάνουμε έξι μονάδες πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, πανεπιστημιακές, όπως έχουμε πανεπιστημιακές κλινικές. Μιλάμε για θέσεις από την Κύπρο και τη Μεγάλη Βρετανία – αφορούν θέσεις μελών ΔΕΠ καθηγητών στα Πανεπιστήμια και αυτές τις ιατρικές μονάδες, οι οποίες μιλάμε για αντικείμενα τα οποία δεν υπάρχουν στη χώρα (…) Δεν συγκρουόμαστε. Είμαστε όλοι στην ίδια πλευρά και θέλω να πιστεύω ότι στο τέλος της ημέρας στόχος όλων είναι να ενισχυθεί το ΕΣΥ. Καταλαβαίνω ότι και οι γιατροί που υπηρετούν στο ΕΣΥ πολλά χρόνια έχουν τα δικά τους παράπονα. Δεν μπορούμε όμως να θέτουμε ένα δίλημμα στην κοινωνία αν θα ενισχύσουμε τους παλαιότερους γιατρούς ή τους νέους γιατρούς. Δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα για την Πολιτεία. Ενισχύουμε όλους με διαφορετικό τρόπο, γιατί έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε μία από αυτές τις ομάδες