Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η υγιεινή του σπιτιού περιλαμβάνει έναν χρυσό και απαράβατο κανόνα: όχι παπούτσια μέσα στο σπίτι.
Αυτό προϋποθέτει ότι οι ένοικοι βγάζουν τα υποδήματα τους σε κάποιο σημείο κοντά στην εξώπορτα και στους υπόλοιπους χώρους κινούνται είτε με παντόφλες. είτε με υποδήματα που προορίζονται αποκλειστικά για το σπίτι, είτε ξυπόλητοι.
Aν στο σπίτι υπάρχουν μωρά και παιδιά μικρής ηλικίας, τα οποία μπουσουλούν, παίζουν, κάποτε κοιμούνται κιόλας πάνω σε χαλιά και μαξιλάρες τότε καλό είναι τα παπούτσια, όντως, να μένουν στο χολ.
Μήπως, ωστόσο, πρόκειται για κάτι περισσότερο από αυτό; Και μήπως τελικά δεν είναι απλώς σχολαστικότητα και μικροβιοφοβία αυτό που έχει πείσει και πολλούς Ευρωπαίους να εγκαταλείπουν τα υποδήματα τους στο χολ;
Σύμφωνα με τον Stephen S. Morse, καθηγητή επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Κολούμπια αρκεί να αναλογιστεί κανείς από που περνάνε τα πόδια του κατά τη διάρκεια μίας ημέρας.
Τι πατάμε βγαίνοντας από το σπίτι μας για να φτάσουμε στη δουλειά, να συναντήσουμε αργότερα τους φίλους μας και μετά να επιστρέψουμε σπίτι; Πέρα από τη βρωμιά, τη ρύπανση, ενίοτε τα περιττώματα αδέσποτων ζώων και τη λάσπη, σε καθημερινή βάση τα παπούτσια μας βυθίζονται σε μια κόλαση μικροβίων, ιών και βακτηρίων.
Κινδυνεύουμε; “Εξαρτάται. Αν πρόκειται για μονίμως υγρές επιφάνειες, στις οποίες μπορούν να αναπτυχθούν μικρο-οργανισμοί κι αν επιπροσθέτως συνηθίζουμε να περπατάμε ξυπόλητοι, υπάρχει η περίπτωση να κολλήσουμε κάποιο μύκητα, παρόμοιο με αυτόν που προκαλεί το λεγόμενο ‘πόδι του αθλητή’.
Επίσης, αν φέρουμε κάποιο τραύμα που δεν έχει ακόμη επουλωθεί. Ωστόσο, για μύκητες και μικρόβια δεν είναι και τόσο εύκολο να ανοίξουν τον δικό τους δρόμο προς τον ανθρώπινο οργανισμό, που είναι αρκετά ανθεκτικός σε διάφορα είδη οικόσιτων βακτηρίων”, εξηγεί ο Morse.
Ο ίδιος συνεχίζει κάνοντας ακόμη πιο σαφή την περιγραφή του: εισερχόμενοι στο σπίτι με τα παπούτσια αφήνουμε σε όλες τις επιφάνειες του -κατά τα λοιπά καθαρού χώρου μας- όλα αυτά που τα παπούτσια μας συνάντησαν μέσα στη μέρα. Μέχρι εδώ κανένα πρόβλημα. Πώς επιβιώνουμε εκεί έξω τόσο καιρό;
Το ερώτημα είναι σωστό, επισημαίνεται από τον ειδικό, με τη μόνη διαφορά ότι δεν θα ξαπλώσουμε ποτέ στην άσφαλτο για να παρακολουθήσουμε μία ταινία ή για να απολαύσουμε το βραδινό μας;
Επίσης, αν πέσει το πιρούνι μας στο πεζοδρόμιο, δεν θα το πάρουμε από κάτω για να το σκουπίσουμε ή να το ξεβγάλουμε και να συνεχίσουμε το φαγητό μας. Το ζητούμενο, κατά τον ίδιο, δεν βρίσκεται, λοιπόν, στα παπούτσια, αλλά σ’ αυτό που κυκλώνει τον χώρο μας – και όχι σε μερικές πατημασιές.
Φυσικά, τα πράγματα αλλάζουν αν στο σπίτι υπάρχουν μωρά και παιδιά μικρής ηλικίας, τα οποία μπουσουλούν, παίζουν, κάποτε κοιμούνται κιόλας πάνω σε χαλιά και μαξιλάρες. Εκεί, όπως τονίζεται, καλό είναι τα παπούτσια, όντως, να μένουν στο χολ, κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, γιατί βρέφη και παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμη πλήρως τις άμυνες του ανοσοποιητικού τους συστήματος και δεύτερον γιατί τα παιδιά συνηθίζουν να μασουλούν και να βάζουν στο στόμα τους οτιδήποτε βλέπουν, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα (λοιμώξεις, φλεγμονές, κ.λπ).
Το ίδιο ισχύει και για άτομα που ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς κατηγορίες, υποφέρουν από κάποια δερματική ή άλλη πάθηση και πρέπει να κινούνται σε πολύ καθαρό ή αποστειρωμένο περιβάλλον. Κατά τα λοιπά, για τον Morse περισσότερο αισθητικό είναι το θέμα και λιγότερο ζήτημα υγιεινής. Και φυσικά, προϋποθέτει ότι συναινούν όλα τα μέλη μιας οικογένειας -και βέβαια, οι καλεσμένοι τους- στην απόφαση να εισέρχονται όλοι σε ένα σπίτι, χωρίς παπούτσια.