Σύμφωνα με το DSM-IV οι διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές είναι οι ακόλουθες: Αυτισμός (Autism), Σύνδρομο Asperger (Asperger Syndrome), Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή- μη προσδιοριζόμενη αλλιώς (P.D.D.-N.O.S., Pervasive Developmental Disorder- not otherwise specified), Σύνδρομο Rett (Rett Syndrome), Παιδική Αποδιοργανωτική Διαταραχή (Childhood Disintegrative Disorder, CDD).
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr η Εύη Νεοφώτιστου η οποία είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών M.Sc. In Behaviour Analysis Swansea University, της Μεγάλης Βρετανίας.Επιστημονικός συνεργάτης Medidiatrofi.
Τα κριτήρια της διαταραχής περιλαμβάνουν ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Ελλείψεις στον τομέα της κοινωνικής-συναισθηματικής αμοιβαιότητας. Ελλείψεις στον τομέα της μη λεκτικής επικοινωνίας (έκφραση προσώπου, βλεμματική επαφή, από κοινού επαφή – joint attention – ). Δυσκολίες προσαρμογής σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια με εμφανή την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους άλλους ανθρώπους. Περιορισμένα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς, ενδιαφέροντα, ή δραστηριότητες (στερεοτυπίες, ηχολαλία, επαναλαμβανόμενη χρήση αντικειμένων, προσκόλληση σε ρουτίνες, αντίσταση στην αλλαγή). Υπέρ ή Υπό αντίδραση σε αισθητηριακά ερεθίσματα (ήχους, ψύξη θέρμανση, πόνος).
Τι προκαλεί τις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμό);
Έως σήμερα οι έρευνες δεν έχουν καταλήξει στα ακριβή αίτια που προκαλούν τη συγκεκριμένη διαταραχή. Πρόκειται για τη μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Κάποιοι γονείς και ειδικοί ενοχοποιούν το εμβόλιο MMR (Ιλαρά, Ερυθρά, Παρωτίτιδα). Κάτι τέτοιο συμβαίνει καθώς τα πρώτα συμπτώματα της διαταραχής έχουν χρονική έναρξη κοινή περίπου με το εμβόλιο. Σε μια πρόσφατη έρευνα στη Αμερική (US Department of Health and Human Services, 2010) δεν βρέθηκε καμία συσχέτιση μεταξύ του εμβολίου και των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών.
Τα πρώτα σημάδια της διαταραχής γίνονται αντιληπτά από τη μητέρα περίπου στον 18ο μήνα του παιδιού. Παρόλα αυτά συνήθως οι γονείς αναζητούν τη βοήθεια των ειδικών μεταξύ 24-48 μηνών καθώς ανησυχούν για την καθυστέρηση της λεκτικής επικοινωνίας. Η διαδικασία της διάγνωσης ενός παιδιού περιλαμβάνει συνήθως μια ομάδα ειδικών (παιδίατρο – αναπτυξιολόγο, παιδοψυχίατρο, ψυχολόγο) οι οποίοι κατευθύνουν και για την περαιτέρω θεραπευτική εκπαίδευση. Έχει παρατηρηθεί ότι δαπανάται μεγάλο χρονικό διάστημα για τη διάγνωση και το παιδί χάνει πολύτιμο χρόνο εκπαίδευσης των απαραίτητων αναπτυξιακών δεξιοτήτων. Η πρώιμη παρέμβαση και η εκπαίδευση γονέων αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που συντελούν στην θεραπευτική βελτίωση σε πολλούς αναπτυξιακούς τομείς.
Ποια είναι η κατάλληλη θεραπεία;
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεραπείες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν ένα παιδί με διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές. Καθώς δεν υπάρχει μια θεραπεία που να είναι κατάλληλη για όλα τα παιδιά, οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν στο γεγονός ότι η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα (πρώιμη παρέμβαση, από 18 μηνών), θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού και θα πρέπει να επανεκτιμηθεί καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Σύμφωνα με το APA (American Psychological Association), οι αποτελεσματικότερες θεραπείες οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση των δεξιοτήτων του παιδιού και αποτελούν επιστημονικά αποδεδειγμένες μεθόδους είναι οι θεραπείες συμπεριφοράς (ABA, DTT, Verbal Behavior, Pivotal Response Training) σε συνδυασμό με κατάλληλη φαρμακοθεραπεία για κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες αφορούν υπερκινητικότητα, επιθετική συμπεριφορά και αυτοτραυματισμούς. Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει μερικά παιδιά με διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, αν και κανένα φάρμακο δεν στοχεύει συγκεκριμένα την διαταραχή.
Οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση επιλέξει ένας γονιός θα πρέπει να έχει συγκεκριμένη στοχοθεσία η οποία προκύπτει από μια εξατομικευμένη αξιολόγηση του παιδιού ανάλογα με τις κατακτημένες δεξιότητες του. Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ θεραπευτών και οικογένειας είναι σημαντική για την απόδοση του παιδιού.