Οι σκούρες κηλίδες, που ιατρικά ονομάζονται μέλασμα, είναι μια επίκτητη διαταραχή των μελανοκυττάρων, που προκαλεί συμμετρική συσσώρευσή τους.
Οι σκούρες κηλίδες στο δέρμα, που συχνά εμφανίζονται μετά την υπερβολική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, έχει διαπιστωθεί ότι προκαλούν σοβαρή επίπτωση στην αυτοεκτίμηση, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Σύμφωνα με έρευνες, η επιτυχής θεραπεία βοηθά τους πάσχοντες να βελτιώσουν την αίσθηση που έχουν για τον εαυτό τους.
Ο ήλιος, που τόσο αγαπάμε και απολαμβάνουμε στις καλοκαιρινές διακοπές, μας χαρίζει – εκτός από το υπέροχο μπρονζέ χρώμα – υγεία και ευεξία. Όμως, είναι υπεύθυνος και για μεγάλο αριθμό δερματικών προβλημάτων στους ενήλικες, δεδομένου ότι αφυδατώνει το δέρμα, προκαλεί ρυτίδες και πολύ συχνά δυσχρωμικές κηλίδες. Αυτοί οι σκούροι λεκέδες στο δέρμα, οι γνωστές πανάδες, που συχνά εμφανίζονται κυρίως στις γυναίκες σε σημεία του προσώπου όπως το μέτωπο, τα μάγουλα ή μεταξύ μύτης και άνω χείλους, προκαλούν όχι μόνο αμηχανία, αλλά μπορεί να επηρεάσουν και τη διάθεση και επομένως την ποιότητα ζωής των ασθενών. Αυτή είναι και η αιτία που οι πάσχοντες αναζητούν οριστική θεραπεία.
Οι σκούρες κηλίδες, που ιατρικά ονομάζονται μέλασμα (χλόασμα παλαιότερα), είναι μια επίκτητη διαταραχή των μελανοκυττάρων, που προκαλεί συμμετρική συσσώρευσή τους. Εμφανίζεται συχνότερα στο πρόσωπο, κυρίως των γυναικών και ιδίως όσων έχουν σκούρο δέρμα. Οφείλεται, κατά κύριο λόγο στην έκθεση σε υπεριώδη (UV) ακτινοβολία και στις ορμονικές επιδράσεις. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν εκτιμήσει ότι περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει μέλασμα, ενώ το ποσοστό σε πληθυσμούς υψηλότερου κινδύνου ανέρχεται στο 9-50%. Αυτές οι διακυμάνσεις οφείλονται στον τύπο του δέρματος, σε κληρονομικούς λόγους και σε διαφορές των επιπέδων έκθεσης σε ακτινοβολία UV στις διάφορες γεωγραφικές τοποθεσίες. Ο μέσος όρος ηλικίας εμφάνισης του μελάσματος είναι μεταξύ 20 και 40 ετών.
Ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης στο πρόσωπο, το μέλασμα ταξινομείται σε 3 τύπους: τον κεντροπροσωπικό τύπο, τον παρειακό και τον γναθικό τύπο. Στο 50-80% των περιπτώσεων εμφανίζεται στην κεντρική γραμμή του προσώπου, δηλαδή στο μέτωπο, τη μύτη, το άνω χείλος και το πηγούνι. Η δεύτερη συχνότερη μορφή είναι το παρειακό μέλασμα, το οποίο περιορίζεται στην περιοχή της μύτης και στα μάγουλα. Σπανιότερη είναι η παρουσία του στο όριο της κάτω γνάθου που θεωρείται ότι εμφανίζεται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και μπορεί να σχετίζεται περισσότερο με σοβαρή φωτογήρανση. Βέβαια, το μέλασμα μπορεί να δημιουργηθεί και σε σημεία εκτός προσώπου, όπως στο λαιμό, το στέρνο και τα άνω άκρα.
Ανάλογα με το βάθος της εντόπισης της μελανίνης το μέλασμα κατηγοριοποιείται σε επιδερμικό τύπο (70% των περιστατικών), όπου οι καφέχροες βλάβες είναι επιφανειακές με σαφή όρια, στον χοριακό ή δερματικό που αφορά σε μεγαλύτερου βάθους βλάβες στην περιοχή του χορίου(βασική στιβάδα του δέρματος), με σαφή όρια και χρώμα πολύ σκούρο έως και μαύρο και σε μικτό τύπο, με τις σκούρες καφέ βλάβες να εμφανίζονται σε βαθύτερα στρώματα της επιδερμίδας, χωρίς πάντα σαφή όρια. Ο διαχωρισμός αυτός βασίζεται στην εξέταση με τη λυχνία του Wood. Υπάρχει και η κατηγορία των ακαθόριστων βλαβών οι οποίες δεν μπορούν να αξιολογηθούν με τη λυχνία αυτή.
Η διάγνωση τίθεται με τη λήψη του ιστορικού, όπου συχνά αναφέρεται παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο, χρήση solarium, πρόσφατη κύηση, λήψη αντισυλληπτικής θεραπείας, ορμονικές διαταραχές ή κληρονομικότητα. Επίσης, η χρήση ορισμένων φαρμάκων (π.χ. αντιεπιληπτικά φάρμακα, ορισμένα αντιβιοτικά κλπ), αρωματικών σαπουνιών και γαλακτωμάτων μπορεί να επιδεινώσουν την πάθηση.
Παρόλο που είναι συχνή αυτή η διαταραχή, η αντιμετώπισή της παραμένει πρόκληση, δεδομένης της πολύπλοκης παθογένειας και της συχνότητας υποτροπής της. Οι θεραπείες είναι τοπικές, από του στόματος ή συνδυαστικές. Οι τοπικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης της αντηλιακής προστασίας, είναι συνήθως οι θεραπείες πρώτης γραμμής. Οι λευκαντικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται είναι εκείνοι που αναστέλλουν την παραγωγή μελανίνης και τον πολλαπλασιασμό των μελανοκυττάρων, αλλά συχνά υπάρχουν περιπτώσεις επανεμφάνισης του προβλήματος. Στη σύγχρονη ιατρική, υπάρχουν καθοριστικοί τρόποι αντιμετώπισης αυτής της δερματικής διαταραχής.
Συχνά, πολλές βλάβες υποτροπιάζουν ακόμη και μετά από δραστικούς τρόπους αντιμετώπισης, λευκαντικές κρέμες, χρήση laser. Ο εξειδικευμένος γιατρός είναι εκείνος που ανάλογα με τον τύπο της βλάβης και τον τύπο του δέρματος θα επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Από τις πιο αξιόπιστες είναι η θεραπεία λεύκανσης με microneedling και η διαδερμική μεσοθεραπεία λεύκανσης. Ουσίες όπως γλουταθειόνη, γλυκολικό οξύ, αλλά και τα ρετινοειδή, το υαλουρονικό οξύ και η βιταμίνη C, είναι κάποιες από εκείνες που χρησιμοποιούνται στις μεθόδους αυτές χωρίς να ερεθίζουν το δέρμα.
Πρόκειται για ασφαλείς και εξαιρετικά αποτελεσματικές θεραπείες που αποτελούν ισχυρό όπλο στην αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων του δέρματος. Η μεσοθεραπεία για το μέλασμα και άλλες διαταραχές της μελάγχρωσης του δέρματος, πραγματοποιείται με μικροέγχυση απευθείας στις βλάβες, σε μικρό ή μεγαλύτερο βάθος και για αυτό το λόγο είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος στόχευσης του προβλήματος, με τα πιο γρήγορα αποτελέσματα. Τα συστατικά που εγχέονται διορθώνουν τις βλάβες των μελανοκυττάρων, μειώνουν την ποσότητα της συσσωρευμένης μελανίνης και προάγουν την παραγωγή κολλαγόνου του χορίου που παίζει σημαντικό ρόλο στη φυσιολογική χρώση του δέρματος.
Είναι μια μη χειρουργική, μη επεμβατική διαδικασία, που είναι ανώδυνη για τον ασθενή, ο οποίος δεν χρειάζεται χρόνο αποθεραπείας, αλλά μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του αμέσως μετά την κάθε συνεδρία. Ο αριθμός των συνεδριών που χρειάζονται είναι συνήθως 2-3, με ενδιάμεσα διαστήματα 15-20 ημερών.
Με τη μεσοθεραπεία επιτυγχάνεται λεύκανση και λάμψη στην επιδερμίδα, εφόσον εισχωρεί στις βαθύτερες στιβάδες του δέρματος, και με τις ουσίες που εγχέονται ρυθμίζεται ουσιαστικά η ενζυμική λειτουργία ώστε η έκκριση της μελανίνης να γίνεται ομοιόμορφα και φυσιολογικά. Οι όποιες άλλες θεραπείες λεύκανσης (peeling, laser, λευκαντικές κρέμες) δρουν κυρίως επιφανειακά, καλύπτοντας μόνο τις ανάγκες για τις επιφανειακές βλάβες με συχνά επεισόδια υποτροπών εφόσον εάν δεν ρυθμιστεί ενδοδερμικά ο παράγοντας της βλάβης είναι αδύνατο να μην επανεμφανιστεί.