Μετά από ένα γεύμα συνήθως το μόνο που θέλουμε να κάνουμε είναι να καθίσουμε αναπαυτικά στον καναπέ μας και να δούμε τηλεόραση. Είναι όμως πολύ πιο ωφέλιμο για την υγεία μας να βγαίνουμε από το σπίτι και να κάνουμε έναν σύντομο περίπατο.
Σύμφωνα με μελέτη του 2013 τα ηλικιωμένα άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν διαβήτη τύπου 2 πετυχαίνουν καλύτερο έλεγχο του σακχάρου τους χάρη σε έναν περίπατο 15 λεπτών μετά το γεύμα τους. Μάλιστα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το σύντομο περπάτημα μετά το φαγητό ήταν πιο αποτελεσματικό για τη μείωση των επιπέδων του σακχάρου συγκριτικά με έναν περίπατο 45 λεπτών οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ημέρας.
Το πεπτικό σύστημα μετατρέπει τις τροφές που καταναλώνουμε σε γλυκόζη, έναν τύπο σακχάρου που αποτελεί βασική πηγή ενέργειας για το σώμα. Μετά από ένα γεύμα, απελευθερώνεται μαζικά γλυκόζη στο αίμα. Ορμόνες όπως η ινσουλίνη βοηθούν ώστε η γλυκόζη να μεταφερθεί στα κύτταρα, είτε για να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως «καύσιμο» είτε για να αποθηκευτεί για μελλοντική χρήση. Ωστόσο, στα άτομα με διαβήτη ή αντίσταση στην ινσουλίνη η διαδικασία αυτή δεν εκτελείται ομαλά, με αποτέλεσμα να παραμένουν μεγάλες ποσότητες γλυκόζης στο αίμα και τα επίπεδα του σακχάρου να παραμένουν μόνιμα υψηλά. Μακροπρόθεσμα, το υψηλό σάκχαρο μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας όπως η καρδιοπάθεια, το εγκεφαλικό, η νεφροπάθεια κ.ά.
Όπως εξηγεί ο Άντριου Ρέινολντς από το Πανεπιστήμιο του Οτάγκο στη Νέα Ζηλανδία, οι μύες του σώματος που ενεργοποιούνται κατά το περπάτημα χρησιμοποιούν τη γλυκόζη ως πηγή ενέργειας, επομένως «αντλούν» τη γλυκόζη από το αίμα μειώνοντας την ποσότητα που κυκλοφορεί ελεύθερα στο αίμα. Έτσι, το περπάτημα μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμο για τη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου μετά το φαγητό.
Ο Ρέινολντς συμμετείχε σε μελέτη που διεξήχθη το 2016 σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η οποία οδήγησε σε αντίστοιχα συμπεράσματα με τη μελέτη του 2013. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μόλις 10 λεπτά περπάτημα μετά από ένα γεύμα οδήγησαν σε καλύτερο έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου στους διαβητικούς ασθενείς. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Ρέινολντς, τα μεγαλύτερα οφέλη παρατηρήθηκαν χάρη στο περπάτημα μετά το βραδινό γεύμα συγκριτικά με τα υπόλοιπα γεύματα της ημέρας.
Εκτός από τη ρύθμιση του σακχάρου το περπάτημα μετά το φαγητό μπορεί να διευκολύνει και την πέψη. «Η σωματική άσκηση ενεργοποιεί τη διαδικασία της περίσταλσης, δηλαδή της κίνησης της τροφής κατά μήκος του πεπτικού σωλήνα» αναφέρει η Σέρι Κόλμπεργκ-Οκς, ερευνήτρια που εξειδικεύεται στον διαβήτη και τη σωματική άσκηση από το Πανεπιστήμιο Παλιάς Επικρατείας της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ. Έρευνες έχουν δείξει ότι πράγματι λίγη ελαφριά γυμναστική επιταχύνει τη μεταφορά του φαγητού από το στομάχι στο λεπτό έντερο, διαδικασία που ενισχύει το αίσθημα του κορεσμού και ταυτόχρονα αποτρέπει τις καούρες και γενικότερα τα συμπτώματα της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης.
Γιατί όμως να προτιμήσουμε το περπάτημα μετά το φαγητό και όχι κάποια άλλη μορφή άσκησης; Σύμφωνα με τους ειδικούς, η άσκηση μετά από ένα γεύμα πρέπει να είναι σύντομη και ήπια, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα έχει πιθανώς τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά, δηλαδή θα καθυστερήσει την πέψη. «Όταν οι μύες γυμνάζονται, εκτός από γλυκόζη αντλούν και αίμα» εξηγεί ο Κόλμπεργκ-Οκς «με αποτέλεσμα να διοχετεύεται λιγότερο αίμα στο γαστρεντερικό σύστημα και αυτό επιβραδύνει την πέψη».
Αντίστοιχα οφέλη με το περπάτημα μπορεί να έχει και κάποια άλλη μορφή ήπιας άσκησης, όπως η ποδηλασία, προσθέτει ο Κόλμπεργκ-Οκς. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σωματική άσκηση ιδανικά θα πρέπει να γίνεται μέσα σε διάστημα μίας ώρας μετά το γεύμα για να έχει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη.