Η αραχνοφοβία είναι μια φοβία που επηρεάζει, ανάλογα την έρευνα, από το 3,5-6,1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα νούμερα μόνο μικρά δεν είναι λοιπόν και ο φόβος έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες, όπως μια άκρως τρομακτική εμπειρία με ένα αραχνοειδές. Μόνο που τώρα μια νέα έρευνα μας λέει πως η αραχνοφοβία μπορεί να έχει και κληρονομική βάση!
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ της Λειψίας αλλά και του Πανεπιστημίου της Ουψάλα έψαξαν να βρουν αν η αραχνοφοβία είναι προϊόν μάθησης ή κληρονομικό χαρακτηριστικό. Βρήκαν λοιπόν πως ακόμα και μωρά έξι μηνών παρουσιάζουν εκδηλώσεις άγχους για αράχνες και φίδια, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν ξαναδεί ποτέ στη σύντομη ζωή τους τέτοια πλάσματα.
Η υπεύθυνη της μελέτης, Stefanie Hoehl, είπε: «όταν δείξαμε στα μωρά φωτογραφίες φιδιών ή αραχνών αντί για λουλούδια ή ψάρια ίδιου μεγέθους και χρώματος, αντέδρασαν με σημαντικά μεγαλύτερη διαστολή των κορών του οφθαλμού… η αλλαγή στο μέγεθος της κόρης είναι ένα σημαντικό σημάδι της ενεργοποίησης του νοραδρενεργικού συστήματος του εγκεφάλου, το οποίο είναι υπεύθυνο για τις αγχογόνες αντιδράσεις».
Και προσθέτει: «Καταλήγουμε πως ο φόβος των φιδιών και των αραχνών έχει εξελικτική βάση. Όμοια με τα πρωτεύοντα, οι μηχανισμοί του εγκεφάλου μας μας επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε αντικείμενα ως ‘‘αράχνη’’ ή ‘‘φίδι’’ και να αντιδρούμε σε αυτά πολύ γρήγορα. Η εμφανώς κληρονομημένη αυτή στρεσογόνα αντίδραση μας προδιαθέτει να μαθαίνουμε ότι αυτά τα ζώα είναι επικίνδυνα ή αηδιαστικά. Και όταν συνοδεύεται από άλλους παράγοντες, μπορεί να αναπτυχθεί σε πραγματικό φόβο ή φοβία».
Η έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα της μελέτης του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, η οποία διά στόματος του δρος Ross Menzies συνοψίζεται: «Είναι ένας βιολογικός φόβος που μπορεί να συμβεί κατά τη φυσιολογική ανάπτυξη και δεν φεύγει ποτέ. Αυτός ο φόβος μπορεί να μπει στη δεξαμενή των γονιδίων επειδή σε συγκεκριμένες περιοχές του κόσμου υπάρχουν επικίνδυνες αράχνες και ο φόβος γι’ αυτές είναι πράγματι ένα καλό πράγμα»