Το πρώτο κλειδί για την ανάπτυξη μιας πολιτικής για τα φάρμακα η οποία περιλαμβάνει την αυτοθεραπεία, είναι να γίνει διάκριση μεταξύ των προϊόντων που απαιτούν πιο ενεργή συμμετοχή από γιατρό ή άλλο επαγγελματία υγείας για την ασφαλή και αποτελεσματική χρήση (συνταγογραφούμενα φάρμακα) και εκείνα που είναι ασφαλές και αποτελεσματικά για χρήση από τους καταναλωτές βάσει της άδειας κυκλοφορίας τους και την επισήμανση (ετικέτα της συσκευασίας ή φυλλάδια) δηλαδή τα ΜΗΣΥΦΑ.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την αυτοθεραπεία (WSMI) υποστηρίζει αυτή την προσέγγιση ταξινόμησης των φαρμάκων.
Ο καθορισμός και η προσθήκη κριτήριων βάσει των οποίων ένα προϊόν πρέπει να ταξινομείτε ως συνταγογραφούμενο ή ΜΗΣΦΑ, είναι ζωτικής σημασίας καθώς ρυθμίζει τις νόμιμες προσβάσεις του κοινού και τη διαθεσιμότητα στα φάρμακα, και συχνά διέπει και τις πληροφορίες για την ορθή χρήση .
Μια προσέγγιση, όπως χρησιμοποιείται από την ΕΕ, τον Καναδά και τις ΗΠΑ, έχει τρία βασικά στοιχεία:
(1) Εξετάζει τη δυνατότητα μετατροπής ενός συνταγογραφούμενου σε μη συνταγογραφούμενο, έχοντας καθαρά προσδιορισμένα τις ενδείξεις του συνταγογραφούμενου φαρμάκου.
(2) Ιδιαίτερα λαμβάνει υπόψη την ασφάλεια του φαρμάκου τόσο από την άποψη της σύστασης τόσο όσον αφορά και τη δοσολογία του.
(3) Δεν υποκατηγοριοποιούν τη κατηγορία των ΜΗΣΥΦΑ. Την θεωρούν ως μια ολότητα.
Η ταξινόμηση μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της άδειας κυκλοφορίας/έγκρισης του προϊόντος ή ως μια ξεχωριστή διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση εφαρμόζονται όλες οι προϋποθέσεις ασφάλειας (συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του κινδύνου), αποτελεσματικότητας και ποιότητας. Περεταίρω ανάλυση των παραγόντων αυτών μπορούν να χαρακτηριστούν σαν ξεχωριστή μέθοδο για την έγκριση του προϊόντος. Εναλλακτικές περιπτώσεις είναι οι μονογραφίες που αφορούν τη κατηγορία ή συγκεκριμένα συστατικά, εφόσον συνδέονται με ποιοτικούς ελέγχους.