“Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι οι παράγοντες του τρόπου ζωής μπορεί να είναι πιο σημαντικοί από την ηλικία για τον καθορισμό του επιπέδου γνωστικής λειτουργίας. Αυτό είναι σπουδαίο νέο, καθώς υπάρχουν πολλά που μπορείτε να κάνετε για να τροποποιήσετε αυτούς τους παράγοντες, όπως η διαχείριση του διαβήτη, η αντιμετώπιση της απώλειας ακοής και η υποστήριξη για να κόψετε το κάπνισμα», λέει η Δρ. Annalize LaPlume, μεταδιδακτορική συνεργάτης στο Ινστιτούτο Έρευνας Rotman (RRI) του Baycrest και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. Η μελέτη είναι μία από τις πρώτες που εξέτασε τους παράγοντες κινδύνου του τρόπου ζωής για άνοια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής.
“Ενώ οι περισσότερες μελέτες αυτού του είδους εξετάζουν τη μέση και μεγαλύτερη ενήλικη ζωή, συμπεριλάβαμε επίσης δεδομένα από συμμετέχοντες ηλικίας 18 ετών και διαπιστώσαμε ότι οι παράγοντες κινδύνου είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη γνωστική απόδοση σε όλες τις ηλικίες. Αυτό είναι κρίσιμο καθώς σημαίνει ότι οι παράγοντες κινδύνου μπορούν και πρέπει να αντιμετωπιστούν όσο το δυνατόν νωρίτερα», λέει η Δρ Nicole Anderson, ανώτερη επιστήμονας στο RRI, αναπληρώτρια επιστημονική διευθυντήρια του Κέντρου Οικογενειακής Υγείας Kimel του Baycrest για την υγεία και την ευεξία του εγκεφάλου, και ανώτερη συγγραφέας της μελέτης.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε σήμερα (13/7) στο περιοδικό Alzheimer’s & Dementia: Diagnosis, Assessment, and Disease Monitoring, ένα περιοδικό της Ένωσης Alzheimer, περιελάμβανε δεδομένα από 22.117 άτομα ηλικίας 18 έως 89 ετών που ολοκλήρωσαν την Cogniciti Brain Health Assessment, που αναπτύχθηκε από την Baycrest. Οι συμμετέχοντες έκαναν το τεστ στα σπίτια τους μεταβαίνοντας στον ιστότοπο Cogniciti. Το τεστ διαρκεί περίπου 20 λεπτά και αποτελείται από ένα ερωτηματολόγιο και τέσσερις γνωστικές εργασίες.
Οι ερευνητές εξέτασαν την απόδοση των συμμετεχόντων στα τεστ μνήμης και προσοχής και πώς αυτή επηρεάστηκε από οκτώ τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για άνοια: χαμηλή εκπαίδευση (μικρότερη από απολυτήριο γυμνασίου), απώλεια ακοής, τραυματική εγκεφαλική βλάβη, κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών, υπέρταση, το κάπνισμα (σήμερα ή τα τελευταία τέσσερα χρόνια), ο διαβήτης και η κατάθλιψη. Κάθε παράγοντας οδήγησε σε μείωση της γνωστικής απόδοσης έως και τρία χρόνια, με κάθε πρόσθετο παράγοντα να συνεισφέρει στην μείωση. Για παράδειγμα, η ύπαρξη τριών παραγόντων κινδύνου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της γνωστικής απόδοσης που ισοδυναμεί με έως και εννέα χρόνια γήρανσης. Οι επιπτώσεις των παραγόντων κινδύνου αυξάνονταν με την ηλικία, όπως και ο αριθμός των παραγόντων κινδύνου που είχαν οι άνθρωποι.