Έχουμε πολλές φορές γράψει για τα οικονομικά της υγείας και των νοσοκομείων ειδικότερα και που οφείλεται η διατήρηση των ληξιπρόθεσμων σε τόσο υψηλά επίπεδα. Η απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) μας δικαιώνει αφού απαλλάσσει από κάθε ευθύνη τον πρώην διοικητή και κάποια από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του νοσοκομείου ΜΕΤΑΞΑ .
Στο έγγραφο που υποχρεώθηκε να αποστείλει το ΓΛΚ στις 4.4.2025 στο Νοσοκομείο Μεταξά και αποκάλυψε το ethnos, αναφέρεται ουσιαστικά πως η νομοθετική ρύθμιση έχει αναδρομική ισχύ του υπουργού υγείας το Νοέμβριο του 2024 και συνεπώς πρέπει να αποσυρθούν οι καταλογισμοί στα πρόσωπα που είχαν κατηγορηθεί από το πόρισμα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ) για διασπάθιση δημοσίου χρήματος. Είναι η δεύτερη ανεξάρτητη αρχή που απαξιώνεται πλήρως μετά το ΑΣΕΠ και τη διαδικασία επιλογής των νέων διοικητών των νοσοκομείων όπου όλοι πλέον έχουν αντιληφθεί τι έχει γίνει, ποιοι θα επιλεγούν και γιατί, άσχετα με τις εικονικές κόντρες του μεγάρου Μαξίμου και του υπουργού υγείας.
Μια προσπάθεια που έγινε επι 1.5 χρόνο από την ΕΑΔ, τις εισαγγελικές παραγγελίες, τις ΕΔΕ από τη 2η ΥΠΕ, κ.α., ακυρώθηκαν με 2 γραμμές σε ένα νόμο. Μόνο από τη συγκεκριμένη περίπτωση το δημόσιο ζημιώνεται 1.000.000 ευρώ.
Όπως ρητώς αναγράφεται στην με αριθμό 60985ΕΞ2025 απόφαση του δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις καταλογισμού στον Διοικητή και στα μέλη του ΔΣ του Γ.Α.Ν.Π. «Μεταξά». Όπως μάλιστα αναγράφει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους «ο νομοθέτης δεν άφησε περιθώριο παρερμηνείας». Επειδή εμείς δεν είμαστε νομικοί ας δούμε πως βλέπει η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνέδριου (ΕλΣυν) τι έχει αναφέρει σχετικά με τη συνεχή νομιμοποίηση των προμηθειών των νοσοκομείων, την αντισυνταγματικότητα αυτών, τα μηνύματα που εκπέμπουν με την ατιμωρησία και τους κινδύνους που υπάρχουν για την οικονομία αλλά και τους προμηθευτές! Και μάλιστα μετά από όλα ειπώθηκαν στο ΕλΣυν από τότε οι κυβερνήσεις έκαναν άλλες 14 νομιμοποιήσεις παρανόμων προμηθειών μέχρι σήμερα!
Η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνέδριου (ΕλΣυν) για τη συνεχή νομιμοποίηση των προμηθειών των νοσοκομείων
Επειδή εμείς δεν είμαστε νομικοί ας δούμε πως βλέπει η ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνέδριου (ΕλΣυν) τι έχει αναφέρει σχετικά με τη συνεχή νομιμοποίηση των προμηθειών των νοσοκομείων, την αντισυνταγματικότητα αυτών, τα μηνύματα που εκπέμπουν με την ατιμωρησία και τους κινδύνους που υπάρχουν για την οικονομία αλλά και τους προμηθευτές! Και μάλιστα μετά από όλα ειπώθηκαν στο ΕλΣυν από τότε οι κυβερνήσεις έκαναν άλλες 14 νομιμοποιήσεις παρανόμων προμηθειών!
“Οι συνεχείς παρατάσεις του νόμου αφενός εμπόδισαν την επικαιροποίηση των καταχωρηθεισών τιμών στο Παρατηρητήριο Τιμών και αφετέρου δημιούργησαν αποδυνάμωση των κανόνων δικαίου που έχουν θεσπισθεί για τη διενέργεια των δημοσίων δαπανών (ν. 4412/2016), παραβιάζοντας τις θεμελιώδεις αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της χρηστής και διαφανούς διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Εξ άλλου η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται και στις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 98 του Συντάγματος, καθώς κωλύει την ανεμπόδιστη άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου τόσο σε επίπεδο προληπτικού-προσυμβατικού όσο και κατασταλτικού ελέγχου.Ο κοινός νομοθέτης είναι μεν, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να επιλέγει το περιεχόμενο και τον τρόπο της νομοθέτησης, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι αυτή είναι σύμφωνη με τις επιταγές του Συντάγματος. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ρυθμιστικής εξουσίας του δύναται να εισαγάγει νομιμοποιητικές ρυθμίσεις για δαπάνες φορέων που υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ωστόσο, οι νομιμοποιητικές δαπανών διατάξεις, ως εκ του εξαιρετικού τους χαρακτήρα, πρέπει να αιτιολογούνται κατά τρόπον ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισής τους και το θεμιτό του σκοπού τον οποίο εξυπηρετούν, καθώς και η τήρηση του αναγκαίου μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
- Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις αυτές, θεωρούμενες είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με άλλες παρεμφερείς και προγενέστερες αυτών διατάξεις, θα πρέπει να είναι απολύτως περιορισμένης χρονικής ισχύος, ήτοι να μην υπερβαίνουν το εύλογο εκείνο χρονικό διάστημα που απαιτείται, ώστε να εξυπηρετηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και να αντιμετωπιστεί η εκάστοτε γενεσιουργός αιτία των ανακυπτουσών κάθε φορά παραβάσεων της κείμενης νομοθεσίας. Διαφορετικά, αν αυτές οι διατάξεις εκτείνονται επί μακρό και απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και μάλιστα χωρίς να προκύπτει παράλληλη πρόνοια του νομοθέτη για την πάγια και για το μέλλον αντιμετώπιση τυχόν παθογενειών, τούτο έχει ως αποτέλεσμα, αντί να αποτελούν την εξαίρεση, να καθίστανται πλέον ο κανόνας, θέτοντας, έτσι, εκποδών τους πάγιους κανόνες που ο ίδιος ο κοινός νομοθέτης έχει επιλέξει ως πρόσφορο και αναγκαίο τρόπο για τη διασφάλιση των συνταγματικών επιταγών της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της χρηστής και διαφανούς διαχείρισης του δημόσιου χρήματος. Άλλωστε, ο τρόπος αυτός ενέργειας του νομοθέτη συνεπάγεται ανασφάλεια και αβεβαιότητα στην έννομη τάξη, προκαλώντας ρωγμή στην αρχή του κράτους δικαίου και στην απορρέουσα αυτής αρχή της ασφάλειας δικαίου, ενώ παράλληλα, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι οι δημόσιοι φορείς δύνανται να λειτουργούν κατά παρέκκλιση των δημοσιονομικών διατάξεων και της κείμενης νομοθεσίας γενικότερα, όπως της ισχύουσας για την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων, αφού οι παράνομες δαπάνες θα νομιμοποιούνται ευκαιριακώς με αναδρομικής ισχύος διατάξεις.
- Επιπλέον, έτερα κριτήρια για την κρίση περί της συμφωνίας μιας νομιμοποιητικής διάταξης με τις προδιαληφθείσες συνταγματικές επιταγές, τα οποία δύνανται να εκτιμηθούν σε συνδυασμό με το εύλογο της χρονικής έκτασης της διάταξης, είναι αυτά του βαθμού της δημοσιολογιστικής απόκλισης (βαρύτητα πλημμέλειας) και του διαχειριστικού εύρους των προς νομιμοποίηση δαπανών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 981/2016). Συνεπώς, όταν η εκ μέρους του νομοθέτη ενέργεια για νομιμοποίηση παράνομων δαπανών είτε λαμβάνει χώρα χωρίς τη στοιχειοθέτηση συγκεκριμένου λόγου δημοσίου συμφέροντος είτε υπερβαίνει το κατά τις περιστάσεις απολύτως αναγκαίο μέτρο, οδηγώντας στην εκ των υστέρων και χωρίς προϋποθέσεις και εύλογο χρονικό περιορισμό ευρεία ίαση ακόμη και ουσιωδών πλημμελειών που εμφιλοχωρούν κατά τη δημόσια διαχείριση, τότε αυτή προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, στις απορρέουσες αυτής αρχές της ασφάλειας δικαίου και της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και στις συνταγματικές επιταγές της χρηστής και διαφανούς διαχείρισης του δημόσιου χρήματος και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ενώ, επιπλέον επιφέρει ουσιαστικά κατάλυση του διενεργούμενου από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικού ελέγχου δαπανών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. πρακτ. 9ης Γ.Σ./10.5.2017). Και τούτο διότι δεν καταλείπεται πλέον καμία δυνατότητα παρά μόνον αυτή της διαπίστωσης της θέσπισης της νομιμοποιητικής διάταξης και της συνακόλουθης υποχρέωσης θεώρησης του οικείου χρηματικού εντάλματος. Δύναται δε να οδηγήσει και σε παράκαμψη του συνταγματικώς προβλεπόμενου προσυμβατικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε όσες περιπτώσεις ο έλεγχος αυτός συνιστά αναγκαίο προαπαιτούμενο νομιμότητας της οικείας δαπάνης. Επιπλέον, καθώς η θεώρηση του οικείου χρηματικού εντάλματος δυνάμει μιας νομιμοποιητικής διάταξης έχει σαν αποτέλεσμα να μη δύναται να διενεργηθεί ούτε κατασταλτικός έλεγχος για τη θεωρηθείσα δαπάνη, καταλύεται ουσιαστικά και ο προβλεπόμενος στην περίπτωση γ5 της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος κατασταλτικός έλεγχος δαπανών. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, να ευρύ φάσμα ελεγκτέας ύλης εκφεύγει από τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνέπεια αυτό να μη μπορεί να διαδραματίσει με τρόπο αποτελεσματικό τον ρόλο του ως θεσμική δικλίδα ασφαλείας για την πιστή τήρηση των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών (Ε.Σ. Ολ. πρακτ. 2ης Γ.Σ./7.3.2018).Οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση της κατεπείγουσας ανάγκης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη”.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο επίτροπος ούτε στις άνω αιτιολογικές εκθέσεις ούτε σε κάποιο άλλο συνοδευτικό έγγραφο υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις ήταν ενδεδειγμένες και περιορισμένες στο απολύτως αναγκαίο μέτρο και ότι η εκτεταμένη διάρκεια ισχύος της εξαιρετικής αυτής ρύθμισης είναι εύλογη και δεν υπερβαίνει ένα όριο, πέραν του οποίου, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, η εξαίρεση, δηλαδή η νομιμοποίηση δαπανών που έχουν διενεργηθεί παρανόμως, καθίσταται πλέον κανόνας, που παραμερίζει το πάγιο νομοθετικό καθεστώς. Η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει ανεκτή από τη συνταγματική τάξη. Άλλωστε, μόνη η εναρμόνιση των συμβατικών τιμών με τις τιμές που έχουν καταχωρηθεί στο Παρατηρητήριο δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο νομιμοποίησης, επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα, των οικείων δαπανών λαμβανομένου υπόψη, ότι η διαρκής και επαναλαμβανόμενη υιοθέτηση παράνομων διαδικασιών ανάθεσης κωλύει την επικαιροποίηση των καταχωρηθεισών τιμών -αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας μέσω των ανοικτών διαγωνιστικών διαδικασιών και του αναπτυσσόμενου σε αυτές ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων, επιτυγχάνονται οι πλέον συμφέροντες για τις Αναθέτουσες Αρχές όροι και κατ’ επέκταση οι χαμηλότερες δυνατές τιμές- με αποτέλεσμα οι αναρτηθείσες σε αυτό τιμές να μην συνιστούν μετά βεβαιότητας τις χαμηλότερες τιμές της εγχώριας αγοράς.
Ο νομοθέτης παρατείνει εκ νέου την ισχύ της παρ. 28 του άρθρου 66 του ν. 3984/2011, σε βάρος του προληπτικού ελέγχου και των εμποδίων που αυτός θέτει στη διενέργεια παράνομων δαπανών, διαιωνίζοντας την υπάρχουσα παθογένεια.
Με τον τρόπο αυτό, παραμερίζονται οι πάγιοι κανόνες που διέπουν τη διαχείριση και εκταμίευση του δημοσίου χρήματος και την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων και εδραιώνεται η πεποίθηση στα όργανα της Διοίκησης της δυνατότητας παρέκκλισης από αυτούς χωρίς συνέπειες, δεδομένου ότι αποδυναμώνεται η εφαρμογή των κανόνων που έχουν θεσπιστεί ως οι πλέον ενδεικνυόμενοι για τη διενέργεια δημόσιων δαπανών και συγχρόνως επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα δεν εκδηλώνεται μέριμνα του νομοθέτη προκειμένου αφενός να αντιμετωπισθούν οι δυσλειτουργίες του δημόσιου συστήματος υγείας και αφετέρου να αποτραπεί η επανάληψη των ακολουθούμενων από τη Διοίκηση παράνομων διαδικασιών ανάθεσης και εν γένει πραγματοποίησης δαπανών.
Κατόπιν όσων προαναφέρθηκαν, ο χαρακτήρας της επίμαχης διάταξης, υπό τις ως άνω συνθήκες, μεταβλήθηκε από εξαιρετικός σε πάγιο, τα δε χρονικά όρια της συνταγματικής ανοχής έχουν πλέον εξαντληθεί και η επίμαχη διάταξη έχει καταστεί αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη. Ειδικότερα, η παράταση της επίμαχης νομιμοποιητική διάταξης, η οποία αφορά σ’ ένα ευρύ πεδίο προμηθειών, ενόψει της κατά τα ανωτέρω γενικότητας και καθολικότητας του περιεχομένου της, αντίκειται στο Σύνταγμα προεχόντως λόγω του τρόπου που αυτή επιχειρήθηκε νομοθετικώς με δεκαπέντε (15) διαδοχικές παρατάσεις (σημείωση: μέχρι το 2018 ήταν τόσες και μόνο για τον έναν από τους τρεις νόμους που νομιμοποιούν τις παράνομες προμήθειες), χωρίς τη στοιχειοθέτηση επαρκούς δικαιολογητικού προς τούτο λόγου, ο οποίος παραβιάζοντας θεμελιώδεις και στοιχειώδεις αρχές της καλής νομοθέτησης, παραβίασε ταυτόχρονα και τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου και τις απορρέουσες από αυτήν αρχές της ασφάλειας δικαίου και της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης, καθώς και τις συνταγματικές επιταγές της χρηστής και διαφανούς διαχείρισης του δημόσιου χρήματος και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Παράλληλα, η επίμαχη ρύθμιση, όπως ισχύει, αντίκειται στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’ του Συντάγματος, καθώς στερεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο τη δυνατότητα να διαδραματίσει αποτελεσματικά το ρόλο του ως θεσμική δικλίδα ασφαλείας για την πιστή τήρηση των εν λόγω συνταγματικών επιταγών και καταλύει τις ελεγκτικές του αρμοδιότητες συνολικά σε ένα ευρύ φάσμα ελεγκτέας ύλης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατ’ αρχάς σε επίπεδο προληπτικού ελέγχου, κωλύοντας για το μέλλον την άσκησή του και ανατρέποντας ακόμα και αναδρομικά ήδη εκφερθείσες κρίσεις περί της μη νομιμότητας εντελλόμενων δαπανών, αλλά και σε επίπεδο κατασταλτικού ή κατά περίπτωση προσυμβατικού ελέγχου.
Επιπρόσθετα, η επίμαχη ρύθμιση της παραγράφου 28 του άρθρου 66 του ν. 3984/2011, όπως ισχύει κατόπιν των αλλεπάλληλων παρατάσεών της, με την οποία επιχειρείται, του νόμου μη διακρίνοντος, η νομιμοποίηση δαπανών που απορρέουν και από διαδικασίες ανάθεσης για συμβάσεις προμηθειών άνω του ορίου που τίθεται από το ενωσιακό δίκαιο, όπως στην προκειμένη υπόθεση, που η οικεία διαδικασία ανάθεσης διενεργήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της λόγω της μη διεξαγωγής ανοικτής διαγωνιστικής διαδικασίας. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, που σκοπό έχουν τον συντονισμό των εθνικών διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρχές της Συνθήκης εφαρμόζονται στην πράξη και ότι οι δημόσιες συμβάσεις είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό, δεν καταλείπεται στον εθνικό νομοθέτη οιαδήποτε ευχέρεια αντίθετης ρύθμισης τα κράτη – μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (πρωτογενούς και παραγώγου) απέχοντας από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης .Στην προκειμένη όμως περίπτωση, ενόψει των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της ως άνω ρύθμισης και της αόριστης επίκλησης της τακτοποίησης επιτακτικών εκκρεμοτήτων των νοσοκομείων από εκτελεσθείσες προμήθειες και της εύρυθμης λειτουργίας του δημόσιου συστήματος υγείας, δεν στοιχειοθετείται συγκεκριμένος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την κατ’ επανάληψη παράταση της ισχύος της, πολλώ δε μάλλον, δεν προκύπτει καταλληλότητα και μη υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου κατά την εξυπηρέτηση των προρρηθέντων σκοπών. Αντίθετα, η, κατά τα προεκτεθέντα, γενικότητα και καθολικότητα του πεδίου εφαρμογής της επίμαχης διάταξης νομιμοποίησης δαπανών από προμήθειες ιατροτεχνολογικών προϊόντων, φαρμάκων και συναφών προς τις προμήθειες αυτές υπηρεσιών, ανεξαρτήτως των εκάστοτε πλημμελειών που εμφιλοχώρησαν, ο ευκαιριακός χαρακτήρας αυτής και η εκτεταμένη χρονική της έκταση, η αόριστη επίκληση των εξυπηρετούμενων δημόσιων σκοπών και η θέσπιση για την εφαρμογή της ως μοναδικής προϋπόθεσης, της εναρμόνισης των συμβατικών τιμών με αυτές που έχουν καταχωρηθεί στο Παρατηρητήριο Τιμών για τα ίδια είδη, έχουν ως αποτέλεσμα την εν γένει και άνευ όρων οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων των ανωτέρω διαδικασιών που διενεργήθηκαν κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου, αλλά και τη διαιώνιση της υπάρχουσας παθογένειας, την παράκαμψη των οικείων πάγιων κανόνων και την εδραίωση της πεποίθησης της δυνατότητας παρέκκλισης από αυτούς χωρίς συνέπειες, με αποτέλεσμα εν τέλει να αναιρείται ουσιαστικά η πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων της ως άνω Οδηγίας και κατά συνεκδοχή των προαναφερθεισών αρχών της ίσης μεταχείρισης, της αποφυγής διακρίσεων και της διαφάνειας, τις οποίες και πραγματώνουν αυτές.
Συνεπώς, η επίμαχη ρύθμιση, όπως ισχύει μετά τις συνεχείς παρατάσεις αυτής, αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο με το ν. 4412/2016, καθώς και στις θεμελιώδεις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι οποίες κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.).
Κατόπιν των ανωτέρω, εισηγούμαι ότι η παράταση της νομιμοποιητικής διάταξης αντίκειται: α) στο Σύνταγμα, προεχόντως λόγω του τρόπου που επιχειρήθηκε νομοθετικώς η παράταση αυτή -με δεκαπέντε (15) συνολικά παρατάσεις- ο οποίος παραβιάζοντας θεμελιώδεις και στοιχειώδεις αρχές της καλής νομοθέτησης, παραβίασε ταυτόχρονα και αρχές του κράτους δικαίου (ήτοι αυτής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης), της χρηστής και διαφανούς διαχείρισης του δημόσιου χρήματος και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και ειδικότερα λόγω της αντίθεσής της στις διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ του Συντάγματος
- Ο νομοθέτης, ενεργώντας στο πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητάς του για τη ρύθμιση των έννομων σχέσεων και καταστάσεων και μάλιστα με αναδρομική δύναμη, εφόσον τούτο δεν προσκρούει σε ρητές απαγορευτικές διατάξεις του Συντάγματος, ρυθμίζει το ζήτημα της εξόφλησης των οικονομικών υποχρεώσεων των αναφερόμενων στην ανωτέρω διάταξη νοσηλευτικών ιδρυμάτων, που προέρχονται από προμήθειες ιατροτεχνολογικών προϊόντων, φαρμάκων και συναφών υπηρεσιών, χωρίς να επιχειρείται η ανατροπή των νομικών κανόνων που ισχύουν στο ενωσιακό και εσωτερικό δίκαιο και διέπουν τις διαδικασίες ανάθεσής τους. Τούτο, διότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται ρητά σε «δαπάνες», ήτοι αφορά αποκλειστικά στη νομιμοποίηση δαπανών για την καταβολή στους αναδόχους-πιστωτές των νομικών προσώπων που εμπίπτουν στο υποκειμενικό της πεδίο, της αμοιβής τους για τις παρασχεθείσες ήδη προμήθειες – υπηρεσίες και δεν άπτεται της διαδικασίας ανάθεσης και διενέργειας των σχετικών συμβάσεων.Με ρητή νομοθετική διάταξη, δαπάνες ως η ανωτέρω, κηρύχθηκαν – υπό κάποιες τυπικές προϋποθέσεις – ως νόμιμες, έτσι όπως είχε προηγουμένως γίνει με μια αδιάλειπτη σειρά σχετικών νομιμοποιητικών ρυθμίσεων, τις οποίες το Ελεγκτικό Συνέδριο θεωρεί αντισυνταγματικές, επειδή με αυτές, λόγω της γενικότητάς τους, αναιρείται η ελεγκτική του δικαιοδοσία, και γενικότερα η αρχή της ασφάλειας του δικαίου.
Είναι αναντίρρητο ότι οι συνεχείς νομιμοποιήσεις παράνομων δαπανών υποσκάπτουν τα θεμέλια του Κράτους δικαίου.
Όταν ο νόμος δεν τηρείται και ο ίδιος νόμος έρχεται στη συνέχεια να νομιμοποιήσει τη μη τήρησή του, αναιρείται η ουσία του, δηλαδή η κανονιστική του δύναμη να επιβάλει τη συμπεριφορά των υπαγομένων στην κυριαρχία του. Ιδίως μάλιστα, όπως εν προκειμένω, όπου αυτοί που παραβιάζουν τον νόμο δεν είναι οι κοινοί πολίτες, οι διοικούμενοι, αλλά τα ίδια τα όργανα του Κράτους ή των ν.π.δ.δ., όσοι δηλαδή λόγω των καθηκόντων που ασκούν οφείλουν ακριβώς να εκτελούν τις επιταγές του νόμου. Παραβιάζοντας τον νόμο, αλλά αναμένοντας από αυτόν να νομιμοποιήσει τη δράση τους, ουσιαστικά πλέον νομοθετούν οι ίδιοι, καθώς προκαταλαμβάνουν τον νόμο και του επιβάλλουν αυτοί το κανονιστικό περιεχόμενο που οι ίδιοι έχουν προδιαγράψει.
Όπως αναφέρθηκε, αν η διοίκηση του νοσοκομείου προμηθευτεί με αμφίβολης νομιμότητας διαδικασία αυτό που της χρειάζεται, κινδυνεύει τότε να παγιδεύσει τον προμηθευτή λόγω της αδυναμίας νόμιμης εξόφλησής του, αν και αυτός θα έχει εκτελέσει – χωρίς τίποτε το μεμπτό να μπορεί να του καταλογισθεί – την προμήθεια. Θίγεται έτσι η επιχειρηματική ελευθερία που προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1), τη Σύμβαση της Ρώμης (άρθρο 8 παρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου) και το Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης (άρθρο 16).
Με τη νομιμοποίηση, ο κυρίαρχος νομοθέτης αποκαθιστά τη νομιμότητα, άρα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, το Κράτος δικαίου τελικώς ικανοποιείται στις απαιτήσεις τους. Όμως έτσι, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν αποκαθίσταται η νομιμότητα. Νομιμοποιείται η μη νομιμότητα, κάτι που δεν είναι το ίδιο. Και ασφαλώς, δεν μπορεί μία τέτοια λύση, εντελώς έκτακτη, να αναχθεί πλέον στον κανόνα, όπως φαίνεται ότι έχει συμβεί με τις αλλεπάλληλες νομιμοποιήσεις δαπανών που παρατηρούνται.
Η πράξη προμήθειας καθ’ εαυτήν μπορεί λοιπόν να είναι νόμιμη εν όψει της αδήριτης ανάγκης που τη δικαιολογεί γι’ αυτό και ο προμηθευτής δικαιούται να πληρωθεί. Υφίσταται όμως ευθύνη των υπηρεσιακών παραγόντων.
Με το σύστημα της νομιμοποίησης που ακολουθείται μέχρι τώρα, καθώς νομιμοποιείται η δαπάνη αναδρομικώς αίρονται αναδρομικώς και οι ευθύνες, οπότε δεν είναι εφικτό να αναζητηθούν τα πειθαρχικώς ή αστικώς υπεύθυνα όργανα που προκάλεσαν την αδυναμία έγκαιρης προμήθειας με εφαρμογή της τακτικής διαδικασίας. Έτσι όμως, αίρεται το αίσθημα ευθύνης του οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, το οποίο βλέπει ότι η αβελτηρία του δεν τυγχάνει κύρωσης, οπότε δεν έχει κίνητρο να βελτιωθεί για το μέλλον. Είναι δε πρόδηλο ότι σε όργανα που επιδεικνύουν μία τέτοια συμπεριφορά κανένα περιθώριο αναγνώρισης συγγνωστής βλάβης δεν υφίσταται.
Ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οφθαλμός και φρουρός της δημοσιονομικής νομιμότητας, που ευθέως εκ του Συντάγματος έλκει την αρμοδιότητα αυτού να παρακολουθεί τους διατάκτες, είναι το όργανο εκείνο του Κράτους δικαίου στο οποίο, όταν – όπως στην ακραία περίπτωση που έδωσε αφορμή στο παραπεμφθέν ερώτημα – ανακύπτουν πολύπλοκα ζητήματα ευθύνης, μπορεί εκ των προτέρων να απευθύνονται, πρωτίστως για να τον ενημερώσουν, άλλα ακόμη και για να λάβουν οδηγίες νομιμότητας, τα όργανα που εμπλέκονται στις σχετικές διαδικασίες. Η συγγνωστή τους πλάνη, υπό οποιοδήποτε τύπο ελέγχου και αν εξετάζεται, η απαλλαγή τους από τυχόν αστική ή πειθαρχική ευθύνη, τότε μόνον μπορεί να είναι βέβαιη αν ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας, ορθώς και πλήρως ενημερωθείς, τους έχει καθορίσει τον τρόπο, έστω και με εγκύκλιες οδηγίες, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να κινηθούν. Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν είναι έντονη και επείγουσα η ανάγκη της προμήθειας, ο διοικητής του νοσοκομείου που βρίσκεται στην υποχρέωση, χάριν της συνέχειας της λειτουργίας του νοσοκομείου, να τη διενεργήσει οφείλει να τηρήσει, χωρίς υποχώρηση, τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι οποίες είναι εγγενείς στις συναλλαγές των δημόσιων φορέων, ακόμη κι αν προβαίνει σε απευθείας ανάθεση.
Το συμπέρασμα όλων όσων προηγήθηκαν μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα: Η νομιμοποιητική διάταξη είναι αντισυνταγματική, κατά το μέρος που με αυτήν νομιμοποιούνται παράνομες δαπάνες, γιατί μ’ αυτήν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή του Κράτους δικαίου. Η ανάθεση ήταν νόμιμη κατά το μέρος που ήταν αναγκαία για τη συνέχιση παροχής των υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς. Το σχετικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί εφόσον για τον προμηθευτή τρίτο δεν ανατρέπεται το τεκμήριο της καλής του πίστης. Πριν αναζητηθούν οι ευθύνες που βαρύνουν τον διατάκτη για τις καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν, καθώς και κάθε εμπλακέν όργανο στη σχετική διαδικασία, πρέπει να εξετασθεί μήπως η νομιμοποιητική διάταξη αναπτύσσει ισχύ τουλάχιστον προς κάλυψη των εν λόγω ευθυνών.
Η συστηματική και επί σειρά ετών, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην εισήγηση, νομιμοποίηση δαπανών από την νομοθετική εξουσία, ιδίως όταν γίνεται, ενώ ήδη εξελίσσεται και εκκρεμεί ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διαδικασία ελέγχου δαπανών, είτε προληπτικώς είτε κατασταλτικώς, πλήττει και το άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος, δηλαδή την διάκριση των εξουσιών.
Ειδικότερα εν προκειμένω διαφαίνεται η χαρακτηριστική πρόθεση του νομοθέτη και μάλιστα ως προέχων σκοπός αυτού να επέμβει στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επί παρανόμων δαπανών, με σκοπό να καταστήσει αυτές νόμιμες, με όλες τις συνέπειες, που η ενέργεια αυτή του νομοθέτη συνεπάγεται, π.χ. προστασία του δημοσίου χρήματος, απόσειση τυχόν ευθυνών των αρμοδίων οργάνων κ.ά.. Περαιτέρω, η πρόθεση αυτή του νομοθέτη αναδεικνύεται ακόμη πιο ανάγλυφα, καθώς δεν συνοδεύεται από κανένα στοιχείο ή αναλογιστική μελέτη, έστω και στοιχειώδη, που να αποδεικνύει έναν λόγο ικανό να υπερκεράσει την νομιμότητα, ενώ η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος είναι αόριστη. Η πρακτική αυτή του νομοθέτη αδρανοποιεί, αν όχι καταργεί, την λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με φανερό πλέον τον κίνδυνο να καταστεί ο έλεγχός του κενό γράμμα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις για την υγεία από την Ελλάδα και τον ΚόσμοΑκολουθήστε το healthweb.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Ακολουθήστε το healthweb.gr στο κανάλι μας στο YouTube